συνδιάλεξη: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br />[[συνομιλία]], [[ιδίως]] τηλεφωνική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνδιαλέγομαι]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συνδιάλεξις</i>, μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν</i> του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br />[[συνομιλία]], [[ιδίως]] τηλεφωνική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνδιαλέγομαι]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συνδιάλεξις</i>, μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν</i> του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].
|mltxt=η, Ν<br />[[συνομιλία]], [[ιδίως]] τηλεφωνική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνδιαλέγομαι]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συνδιάλεξις</i>, μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν</i> του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].
}}
}}

Revision as of 20:00, 27 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν
συνομιλία, ιδίως τηλεφωνική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδιαλέγομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνδιάλεξις, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].