συνέτιση: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) |
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) |
η, Ν συνετίζω
το να συνετίζει κανείς κάποιον, να τον φέρνει με συμβουλές ή με τις κατάλληλες ενέργειες στον σωστό δρόμο.