συνέτιση: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
(39)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)

Latest revision as of 20:02, 27 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν συνετίζω
το να συνετίζει κανείς κάποιον, να τον φέρνει με συμβουλές ή με τις κατάλληλες ενέργειες στον σωστό δρόμο.