συνδιασπώ: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-άω, ΜΑ<br />[[διασπώ]] [[κάτι]] βίαια από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω, ΜΑ<br />[[διασπώ]] [[κάτι]] βίαια από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=-άω, ΜΑ<br />[[διασπώ]] [[κάτι]] βίαια από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Latest revision as of 20:11, 27 September 2022

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
διασπώ κάτι βίαια από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.