αύτανδρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὔτανδρος]], -ον) [[ανήρ]]<br />Ι. ([[συνήθως]] για βυθιζόμενα [[σκάφη]]) με όλους τους επιβάτες και το [[πλήρωμα]] ([[πρβλ]]. α) «το [[πλοίο]] βυθίστηκε αύτανδρο» <br />β) «αὐτάνδρους τὰς ναῡς ἀπέβαλον» <br />γ) «πόλεις αὔτανδροι ἀνηρῆσθαι» — έχουν καταστραφεί πόλεις με όλο τον πληθυσμό τους)<br />II. <b>επίρρ.</b> [[αὐτανδρί]]<br />με όλους τους άντρες.
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὔτανδρος]], -ον) [[ανήρ]]<br />Ι. ([[συνήθως]] για βυθιζόμενα [[σκάφη]]) με όλους τους επιβάτες και το [[πλήρωμα]] ([[πρβλ]]. α) «το [[πλοίο]] βυθίστηκε αύτανδρο» <br />β) «αὐτάνδρους τὰς ναῦς ἀπέβαλον» <br />γ) «πόλεις αὔτανδροι ἀνηρῆσθαι» — έχουν καταστραφεί πόλεις με όλο τον πληθυσμό τους)<br />II. <b>επίρρ.</b> [[αὐτανδρί]]<br />με όλους τους άντρες.
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 29 September 2022

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὔτανδρος, -ον) ανήρ
Ι. (συνήθως για βυθιζόμενα σκάφη) με όλους τους επιβάτες και το πλήρωμα (πρβλ. α) «το πλοίο βυθίστηκε αύτανδρο»
β) «αὐτάνδρους τὰς ναῦς ἀπέβαλον»
γ) «πόλεις αὔτανδροι ἀνηρῆσθαι» — έχουν καταστραφεί πόλεις με όλο τον πληθυσμό τους)
II. επίρρ. αὐτανδρί
με όλους τους άντρες.