bereave of: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(Woodhouse 2)
 
(CSV3)
Line 1: Line 1:
{{Woodhouse
{{Woodhouse1
|Image=[[File:woodhouse_74.jpg]]
|Text=[[File:woodhouse_74.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_74.jpg}}]]'''v. trans.'''
 
P. and V. [[ἀφαιρέω|ἀφαιρεῖν]] (τί τινι), ἀφαιρεῖσθαί (τί τινα), αποστερεῖν (τινά τινος), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τί τινα), ἀποσυλᾶν (τί τινα), V. ἀποστερίσκειν (τινά τινος), ἀποψιλοῦν (τινά τινος), νοσφίζεσθαί (τινά τινος), νοσφίσαι (aor. of νοσφίζειν) (τινά τινος), ἀπονοσφίζειν (τινά τινος), ἐρημοῦν (τινά τινος) (rare P.).
 
<b class="b2">Bereave of one's senses</b>: P. and V. ἐξιστάναι (acc.), V. ἐλαύνειν [[ἔξω]] τοῦ φρονεῖν.
 
<b class="b2">Bereave of parents</b>: V. ὀρφανίζειν.
 
<b class="b2">Be bereft of</b>, use also: P. and V. στέρεσθαι (gen.), ἀπολείπεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι (gen.).
}}
}}

Revision as of 09:22, 21 July 2017

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 74.jpg

v. trans.

P. and V. ἀφαιρεῖν (τί τινι), ἀφαιρεῖσθαί (τί τινα), αποστερεῖν (τινά τινος), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τί τινα), ἀποσυλᾶν (τί τινα), V. ἀποστερίσκειν (τινά τινος), ἀποψιλοῦν (τινά τινος), νοσφίζεσθαί (τινά τινος), νοσφίσαι (aor. of νοσφίζειν) (τινά τινος), ἀπονοσφίζειν (τινά τινος), ἐρημοῦν (τινά τινος) (rare P.).

Bereave of one's senses: P. and V. ἐξιστάναι (acc.), V. ἐλαύνειν ἔξω τοῦ φρονεῖν.

Bereave of parents: V. ὀρφανίζειν.

Be bereft of, use also: P. and V. στέρεσθαι (gen.), ἀπολείπεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι (gen.).