βαδίζω: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0423.png Seite 423]] fut. βαδίσω u. βαδιῶ, nur bei sp. Gramm.; bei Att. βαδιοῦμαι, z. B. Plat. Conv. 190 d; Dem. 19, 114; <b class="b2">schreiten,</b> gehen, wandern, H. h. Merc. 210. 320; bes. zu Fuß, Ggstz ἱππεύειν Xen. Hier. 4, 1; [[πεζῇ]] Plut. Thes. 6; von Reitern, Xen. An. 6, 1, 19; von Schiffern Oec. 16, 7; langsam, Schritt vor Schritt gehen, Ggstz [[τρέχω]], Cyr. 2, 3, 10 u. sonst; ὁδὸν βαδ., eine Reise machen, Mem. 2, 1, 12; ὁδοὺς ὀρεινάς Plut. Artax. 24; βάδον Ar. Av. 42; das Ziel gew. mit ἐπί, z. B. ἐπὶ τοὺς βωμούς Is. 9, 7; ἐπί τινα Plut. Thes. 7; [[ὅποι]] βούλεται Dem. 1, 12. Übertr., εἰς τὸ [[πολίτευμα]] Arist. Pol. 4. 6. sich daran machen. Auch von Sachen, τὸ [[πρᾶγμα]] [[ἤδη]] καὶ ποῤῥωτέρω βαδίζει Dem. 23, 203; αἱ τιμαὶ τοῦ σίτου ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον, die Preise gingen herunter, 56, 9; – [[βαδιστέον]] Soph. El. 1502; βαδιστέα Ar. Ach. 369. – Suid. führt aus Cratin. βαδίζου = βάδιζε an.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0423.png Seite 423]] fut. βαδίσω u. βαδιῶ, nur bei sp. Gramm.; bei Att. βαδιοῦμαι, z. B. Plat. Conv. 190 d; Dem. 19, 114; <b class="b2">schreiten,</b> gehen, wandern, H. h. Merc. 210. 320; bes. zu Fuß, Ggstz ἱππεύειν Xen. Hier. 4, 1; [[πεζῇ]] Plut. Thes. 6; von Reitern, Xen. An. 6, 1, 19; von Schiffern Oec. 16, 7; langsam, Schritt vor Schritt gehen, Ggstz [[τρέχω]], Cyr. 2, 3, 10 u. sonst; ὁδὸν βαδ., eine Reise machen, Mem. 2, 1, 12; ὁδοὺς ὀρεινάς Plut. Artax. 24; βάδον Ar. Av. 42; das Ziel gew. mit ἐπί, z. B. ἐπὶ τοὺς βωμούς Is. 9, 7; ἐπί τινα Plut. Thes. 7; [[ὅποι]] βούλεται Dem. 1, 12. Übertr., εἰς τὸ [[πολίτευμα]] Arist. Pol. 4. 6. sich daran machen. Auch von Sachen, τὸ [[πρᾶγμα]] [[ἤδη]] καὶ ποῤῥωτέρω βαδίζει Dem. 23, 203; αἱ τιμαὶ τοῦ σίτου ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον, die Preise gingen herunter, 56, 9; – [[βαδιστέον]] Soph. El. 1502; βαδιστέα Ar. Ach. 369. – Suid. führt aus Cratin. βαδίζου = βάδιζε an.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[βαδιοῦμαι]], <i>ao.</i> ἐβάδισα, <i>pf.</i> βεβάδικα;<br />marcher :<br /><b>1</b> marcher, aller pas à pas, aller au pas;<br /><b>2</b> marcher <i>en gén.</i> ; ὁδὸν βαδίζειν XÉN suivre une route, faire un trajet ; βαδίζειν ὁδοὺς ὀρεινάς PLUT aller par des chemins montueux ; ἐπ’ οἰκίας β. DÉM entrer dans des maisons ; <i>fig.</i> β. [[ἐπί]] [[τι]] DÉM en venir à qch (dans une argumentation), arriver à parler de qch.<br />'''Étymologie:''' R. Βα, marcher ; v. [[βαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βαδίζω''': μέλλ. Ἀττ. βαδιοῦμαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 617, Πλ. 495, Πλάτ., κτλ.· μεταγεν. βαδίσομαι Γαλην., καὶ βαδιῶ (δια-) Λουκ. Δημ. ἐγκ. Ι, κτλ.: ἀόρ, ἐβάδισα Ἱππ. 556. 16, Ἀρρ., κτλ., (δια-) Θουκ. 6. 101· πρκμ. βεβάδικα Ἀριστ. μετ. τ. φυσ. 8. 6, 9· Ἰώσηπ. - Μέσ., προστακτ. βαδίζου Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 167· - πρβλ. ἀπο-[[βαδίζω]]· ([[βάδος]], βαίνω, vado) = [[ὑπάγω]] βραδέως, περιπατῶ, Λατ. ambulare, [[ἐπιστροφάδην]] δ' ἐβάδιζεν Ὁμ. Ὕ. Ἑρμ. 210· ἀντίθετ. τῷ [[τρέχω]] Ξεν. Κύρ. 2. 3, 10 κτλ.· ἐπὶ ἱππέων, ὁ αὐτ. Ἀν. 6. 3, 19· ἐπὶ κτήνους β. Δίων Χρυσ. 2. 34· [[ὑπάγω]] διὰ ξηρᾶς, κατ' ἀντίθ. πρὸς τὸ [[πλέω]], Δημ. 392. 6., 398. 15· - ἐπὶ τινων ζῴων, κατὰ σκέλη β., ἴδε [[σκέλος]] 1· - μετὰ συστοίχ. αἰτιατ. βάδον β. Ἀριστοφ. Ὄρν. 42· ὁδὸν Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 22· ἀεὶ μίαν ἀτραπὸν Ἀρις. Ζ. Ἱ. 9. 38, 2· - [[ὡσαύτως]], ὁδῷ β. Λουκ. Τίμ. 5. 2) περιφέρομαι, περιδιαβάζω, Κρατῖν. Διον. 5, κ. ἀλλ.· κατὰ ζυγά, κατὰ ζεύγη, Ἀριστ. Ζ. Ἱ. 5. 12. 3) [[καθόλου]], [[ὑπάγω]], πορεύομαι, Ἀντιφῶν 132. 15· ἐπ' οἰκίας βαδ., [[εἰσέρχομαι]] εἰς οἰκίας, [[εἰσβαίνω]], Δημ. 271. 13· β. ἐπί τινα, [[προβαίνω]] [[ἐναντίον]] τινός, ὁ αὐτ. 1251. 20· εἰς τὸ [[πολίτευμα]], εἰς τὰς ἀρχάς, εἰς τὰ ἀρχεῖα Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 9., 4. 14, 4., 4. 15, 6· β. εἰς τὰ πατρῷα, [[εἰσέρχομαι]] καὶ [[καταλαμβάνω]] τὴν πατρικὴν κληρονομίαν, Ἰσαῖ. 44. 14· [[προβαίνω]] ἐν τῇ συζητήσει, Δημ. 314. 21, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 13, 12, κτλ. 4) ἐπὶ πραγμάτων, αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον, αἱ τιμαὶ ἠλαττοῦντο, Δημ. 1285. 22· τὸ [[πρᾶγμα]] περαιτέρω β. ὁ αὐτ. 688. 14. - ἡ [[λέξις]] σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἀνήκει εἰς τοὺς κωμικοὺς καὶ πεζούς· ἀπαντᾷ [[ὅμως]] ἐν Εὐρ. Φοιν. 544.
|lstext='''βαδίζω''': μέλλ. Ἀττ. βαδιοῦμαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 617, Πλ. 495, Πλάτ., κτλ.· μεταγεν. βαδίσομαι Γαλην., καὶ βαδιῶ (δια-) Λουκ. Δημ. ἐγκ. Ι, κτλ.: ἀόρ, ἐβάδισα Ἱππ. 556. 16, Ἀρρ., κτλ., (δια-) Θουκ. 6. 101· πρκμ. βεβάδικα Ἀριστ. μετ. τ. φυσ. 8. 6, 9· Ἰώσηπ. - Μέσ., προστακτ. βαδίζου Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 167· - πρβλ. ἀπο-[[βαδίζω]]· ([[βάδος]], βαίνω, vado) = [[ὑπάγω]] βραδέως, περιπατῶ, Λατ. ambulare, [[ἐπιστροφάδην]] δ' ἐβάδιζεν Ὁμ. Ὕ. Ἑρμ. 210· ἀντίθετ. τῷ [[τρέχω]] Ξεν. Κύρ. 2. 3, 10 κτλ.· ἐπὶ ἱππέων, ὁ αὐτ. Ἀν. 6. 3, 19· ἐπὶ κτήνους β. Δίων Χρυσ. 2. 34· [[ὑπάγω]] διὰ ξηρᾶς, κατ' ἀντίθ. πρὸς τὸ [[πλέω]], Δημ. 392. 6., 398. 15· - ἐπὶ τινων ζῴων, κατὰ σκέλη β., ἴδε [[σκέλος]] 1· - μετὰ συστοίχ. αἰτιατ. βάδον β. Ἀριστοφ. Ὄρν. 42· ὁδὸν Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 22· ἀεὶ μίαν ἀτραπὸν Ἀρις. Ζ. Ἱ. 9. 38, 2· - [[ὡσαύτως]], ὁδῷ β. Λουκ. Τίμ. 5. 2) περιφέρομαι, περιδιαβάζω, Κρατῖν. Διον. 5, κ. ἀλλ.· κατὰ ζυγά, κατὰ ζεύγη, Ἀριστ. Ζ. Ἱ. 5. 12. 3) [[καθόλου]], [[ὑπάγω]], πορεύομαι, Ἀντιφῶν 132. 15· ἐπ' οἰκίας βαδ., [[εἰσέρχομαι]] εἰς οἰκίας, [[εἰσβαίνω]], Δημ. 271. 13· β. ἐπί τινα, [[προβαίνω]] [[ἐναντίον]] τινός, ὁ αὐτ. 1251. 20· εἰς τὸ [[πολίτευμα]], εἰς τὰς ἀρχάς, εἰς τὰ ἀρχεῖα Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 9., 4. 14, 4., 4. 15, 6· β. εἰς τὰ πατρῷα, [[εἰσέρχομαι]] καὶ [[καταλαμβάνω]] τὴν πατρικὴν κληρονομίαν, Ἰσαῖ. 44. 14· [[προβαίνω]] ἐν τῇ συζητήσει, Δημ. 314. 21, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 13, 12, κτλ. 4) ἐπὶ πραγμάτων, αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον, αἱ τιμαὶ ἠλαττοῦντο, Δημ. 1285. 22· τὸ [[πρᾶγμα]] περαιτέρω β. ὁ αὐτ. 688. 14. - ἡ [[λέξις]] σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἀνήκει εἰς τοὺς κωμικοὺς καὶ πεζούς· ἀπαντᾷ [[ὅμως]] ἐν Εὐρ. Φοιν. 544.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[βαδιοῦμαι]], <i>ao.</i> ἐβάδισα, <i>pf.</i> βεβάδικα;<br />marcher :<br /><b>1</b> marcher, aller pas à pas, aller au pas;<br /><b>2</b> marcher <i>en gén.</i> ; ὁδὸν βαδίζειν XÉN suivre une route, faire un trajet ; βαδίζειν ὁδοὺς ὀρεινάς PLUT aller par des chemins montueux ; ἐπ’ οἰκίας β. DÉM entrer dans des maisons ; <i>fig.</i> β. [[ἐπί]] [[τι]] DÉM en venir à qch (dans une argumentation), arriver à parler de qch.<br />'''Étymologie:''' R. Βα, marcher ; v. [[βαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml