εὔξεαι: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(4)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>2ᵉ sg. sbj. ao. épq. de</i> [[εὔχομαι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔξεαι''': Ἐπικ. β΄ ἑνικ. ἀορ. α΄ ὑποτ. τοῦ [[εὔχομαι]], αὐτὰρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ [[εὔξεαι]] κτλ. Ὀδ. Γ. 45.
|lstext='''εὔξεαι''': Ἐπικ. β΄ ἑνικ. ἀορ. α΄ ὑποτ. τοῦ [[εὔχομαι]], αὐτὰρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ [[εὔξεαι]] κτλ. Ὀδ. Γ. 45.
}}
{{bailly
|btext=<i>2ᵉ sg. sbj. ao. épq. de</i> [[εὔχομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔξεαι:''' Επικ. βʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του [[εὔχομαι]].
|lsmtext='''εὔξεαι:''' Επικ. βʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του [[εὔχομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 1 October 2022

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. sbj. ao. épq. de εὔχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

εὔξεαι: Ἐπικ. β΄ ἑνικ. ἀορ. α΄ ὑποτ. τοῦ εὔχομαι, αὐτὰρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ εὔξεαι κτλ. Ὀδ. Γ. 45.

Greek Monotonic

εὔξεαι: Επικ. βʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του εὔχομαι.