εὔξεαι

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. sbj. ao. épq. de εὔχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

εὔξεαι: Ἐπικ. β΄ ἑνικ. ἀορ. α΄ ὑποτ. τοῦ εὔχομαι, αὐτὰρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ εὔξεαι κτλ. Ὀδ. Γ. 45.

Greek Monotonic

εὔξεαι: Επικ. βʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του εὔχομαι.