δικαιεῦν: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
(1b)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>inf. prés. ion. de</i> [[δικαιόω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐκαιεῦν''': Ἰω. ἀντὶ δικαιοῦν, ἴδε ἐν λ. [[δικαιόω]], Ἡρόδ.
|lstext='''δῐκαιεῦν''': Ἰω. ἀντὶ δικαιοῦν, ἴδε ἐν λ. [[δικαιόω]], Ἡρόδ.
}}
{{bailly
|btext=<i>inf. prés. ion. de</i> [[δικαιόω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:40, 1 October 2022

French (Bailly abrégé)

inf. prés. ion. de δικαιόω.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιεῦν: Ἰω. ἀντὶ δικαιοῦν, ἴδε ἐν λ. δικαιόω, Ἡρόδ.

Greek Monotonic

δῐκαιεῦν: Ιων. αντί δικαιοῦν, απαρ. του δικαιόω — δικαιεῦσι, γʹ πληθ.

Russian (Dvoretsky)

δῐκαιεῦν: v. l. δικαιοῦν Her. inf. к δικαιόω.