δικαιεῦν

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

French (Bailly abrégé)

inf. prés. ion. de δικαιόω.

Russian (Dvoretsky)

δῐκαιεῦν: v. l. δικαιοῦν Her. inf. к δικαιόω.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιεῦν: Ἰω. ἀντὶ δικαιοῦν, ἴδε ἐν λ. δικαιόω, Ἡρόδ.

Greek Monotonic

δῐκαιεῦν: Ιων. αντί δικαιοῦν, απαρ. του δικαιόω — δικαιεῦσι, γʹ πληθ.