εἰσβολή: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0741.png Seite 741]] ἡ, der Einfall, Angriff; Eur. Ion 722; Her. 6, 92; ἐς χώρην 7, 1; Thuc. oft u. A. Vom Fieber, Anfall, Medic. – Der Eingang, Zugang, Paß; ἐξ οὐρέων στεινῶν ἐς [[πεδίον]] μέγα Her. 2, 75; von den Thermopylen 7, 207; Xen. An. 1, 2, 21 u. A. – Einfluß oder Mündung eines Flusses, Her. 7, 182; Pol. 4, 40, 9. – Eingang einer Rede oder Schrift, Rhett. Aehnl. Ar. εἰσβολαὶ γάρ εἰσι πολλαὶ χ' ἅτεραι σοφισμάτων Ran. 1104; Eur. Suppl. 103 Ion 677; Antiphan. Ath. 6, 223 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0741.png Seite 741]] ἡ, der Einfall, Angriff; Eur. Ion 722; Her. 6, 92; ἐς χώρην 7, 1; Thuc. oft u. A. Vom Fieber, Anfall, Medic. – Der Eingang, Zugang, Paß; ἐξ οὐρέων στεινῶν ἐς [[πεδίον]] μέγα Her. 2, 75; von den Thermopylen 7, 207; Xen. An. 1, 2, 21 u. A. – Einfluß oder Mündung eines Flusses, Her. 7, 182; Pol. 4, 40, 9. – Eingang einer Rede oder Schrift, Rhett. Aehnl. Ar. εἰσβολαὶ γάρ εἰσι πολλαὶ χ' ἅτεραι σοφισμάτων Ran. 1104; Eur. Suppl. 103 Ion 677; Antiphan. Ath. 6, 223 a.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>ion. et anc. att.</i> [[ἐσβολή]];<br /><b>1</b> invasion, attaque;<br /><b>2</b> entrée ; passage ; <i>particul.</i> embouchure d'un fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[βάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσβολή''': ἡ, ([[εἰσβάλλω]] ΙΙ) τὸ εἰσβάλλειν, [[εἰσβολή]], εἰσόρμησις, Ἡρόδ. 6. 92, Εὐρ., κλ.· διὰ τὴν ἐς [[Σάρδεις]] ἐσβολὴν Ἡρόδ. 7. 1· ἐσβ. ποιεῖσθαι τῇ πόλει Θουκ. 8. 31· ἐπὶ ἀσθενείας, [[προσβολή]], Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1. 2) [[εἴσοδος]], διάβασις, πέρασμα, ἐσβ. ἐξ οὐρέων στεινῶν ἐς τὸ [[πεδίον]] Ἡρόδ. 2. 75· ἡ ἐσβ. ἡ Ὀλυμπική, ἡ διάβασις τοῦ Ὀλύμπου, ἡ [[δίοδος]], ὁ αὐτ. 7. 173, ἴδε Arnold Θουκ. 3. 112· Συμπληγάδων εἰσβολὴ Εὐρ. Μήδ. 1264: - [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., περὶ τῶν Θερμοπυλῶν, Ἡρόδ. 1. 176, πρβλ. 1. 185., 2. 141. β) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], τὸ [[στόμιον]] ποταμοῦ, ὁ αὐτ. 7. 182, Πολύβ. 4. 40, 9· πρβλ. [[ἐκβολή]]. 3) [[εἴσοδος]] εἴς τι [[πρᾶγμα]] οἱονδήποτε, [[ἀρχή]], καινὰς ἐσβολὰς ὁρῶ λόγων Εὐρ. Ἱκ. 92· ἐσβ. στεναγμάτων ὁ αὐτ. Ἴων 677· σοφισμάτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 1104· [[προοίμιον]], [[πρόλογος]] δράματος, Ἀντιφάνης ἐν «Ποιήσει» 1. 20, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Λυσ.
|lstext='''εἰσβολή''': ἡ, ([[εἰσβάλλω]] ΙΙ) τὸ εἰσβάλλειν, [[εἰσβολή]], εἰσόρμησις, Ἡρόδ. 6. 92, Εὐρ., κλ.· διὰ τὴν ἐς [[Σάρδεις]] ἐσβολὴν Ἡρόδ. 7. 1· ἐσβ. ποιεῖσθαι τῇ πόλει Θουκ. 8. 31· ἐπὶ ἀσθενείας, [[προσβολή]], Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1. 2) [[εἴσοδος]], διάβασις, πέρασμα, ἐσβ. ἐξ οὐρέων στεινῶν ἐς τὸ [[πεδίον]] Ἡρόδ. 2. 75· ἡ ἐσβ. ἡ Ὀλυμπική, ἡ διάβασις τοῦ Ὀλύμπου, ἡ [[δίοδος]], ὁ αὐτ. 7. 173, ἴδε Arnold Θουκ. 3. 112· Συμπληγάδων εἰσβολὴ Εὐρ. Μήδ. 1264: - [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., περὶ τῶν Θερμοπυλῶν, Ἡρόδ. 1. 176, πρβλ. 1. 185., 2. 141. β) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], τὸ [[στόμιον]] ποταμοῦ, ὁ αὐτ. 7. 182, Πολύβ. 4. 40, 9· πρβλ. [[ἐκβολή]]. 3) [[εἴσοδος]] εἴς τι [[πρᾶγμα]] οἱονδήποτε, [[ἀρχή]], καινὰς ἐσβολὰς ὁρῶ λόγων Εὐρ. Ἱκ. 92· ἐσβ. στεναγμάτων ὁ αὐτ. Ἴων 677· σοφισμάτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 1104· [[προοίμιον]], [[πρόλογος]] δράματος, Ἀντιφάνης ἐν «Ποιήσει» 1. 20, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Λυσ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>ion. et anc. att.</i> [[ἐσβολή]];<br /><b>1</b> invasion, attaque;<br /><b>2</b> entrée ; passage ; <i>particul.</i> embouchure d'un fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[βάλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml