ἅλωσις: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0113.png Seite 113]] ἡ ([[ἁλίσκομαι]]), 1) das Einnehmen, die Eroberung, Pind. Ol. 11, 44; Tragg. (Soph. Phil. 61 μόνην τήνδ' Ἰλίου ἅλωσιν ἔχοντες, die Möglichkeit der Eroberung von Ilion); häufig in Prosa; Plut. verb. öfter ἅλωσιν ἁλίσκεσθαι, z. B. ἰσχυρὰν καὶ ἄφυκτον ἅλ. ἁλ., so gefangen sein, daß man nicht entfliehen kann, Num. 15, vgl. Caes. 55 Dem. 9. – 2) Verurtheilung vor Gericht, Plat. Legg. XI, 920 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0113.png Seite 113]] ἡ ([[ἁλίσκομαι]]), 1) das Einnehmen, die Eroberung, Pind. Ol. 11, 44; Tragg. (Soph. Phil. 61 μόνην τήνδ' Ἰλίου ἅλωσιν ἔχοντες, die Möglichkeit der Eroberung von Ilion); häufig in Prosa; Plut. verb. öfter ἅλωσιν ἁλίσκεσθαι, z. B. ἰσχυρὰν καὶ ἄφυκτον ἅλ. ἁλ., so gefangen sein, daß man nicht entfliehen kann, Num. 15, vgl. Caes. 55 Dem. 9. – 2) Verurtheilung vor Gericht, Plat. Legg. XI, 920 a.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> prise, conquête ; capture (d'un prisonnier) ; destruction (d'une ville);<br /><b>2</b> moyen de prendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἁλίσκομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἅλωσις''': -εως, Ἰων. ιος, ἡ, ἡ [[κυρίευσις]], [[κατάκτησις]], [[καταστροφή]], Πινδ. Ο. 10 (11). 49, Ἡρόδ. 1. 5., 3. 156, Αἰσχύλ. Ἀγ. 589, κτλ.: δαΐων ἅλ. = ἡ [[κατάκτησις]] ὑπὸ τῶν πολεμίων, Αἰσχύλ. Θήβ. 119: τὰ μέσα πρὸς κατάκτησιν, Σοφ. Φ. 61. 2) [[ἄγρευσις]] πτηνῶν ἢ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3, 10., 8. 15, 9. ΙΙ. ὡς ὅρος [[δικανικός]], ἡ [[καταδίκη]], Πλάτ. Νόμ. 920Α: ἁλῶναι ἰσχυρὰν ἅλωσιν, τὸ νὰ καταληφθῇ τις χωρὶς νὰ [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ ἐκφύγῃ, Πλουτ. Νουμ. 15.
|lstext='''ἅλωσις''': -εως, Ἰων. ιος, ἡ, ἡ [[κυρίευσις]], [[κατάκτησις]], [[καταστροφή]], Πινδ. Ο. 10 (11). 49, Ἡρόδ. 1. 5., 3. 156, Αἰσχύλ. Ἀγ. 589, κτλ.: δαΐων ἅλ. = ἡ [[κατάκτησις]] ὑπὸ τῶν πολεμίων, Αἰσχύλ. Θήβ. 119: τὰ μέσα πρὸς κατάκτησιν, Σοφ. Φ. 61. 2) [[ἄγρευσις]] πτηνῶν ἢ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3, 10., 8. 15, 9. ΙΙ. ὡς ὅρος [[δικανικός]], ἡ [[καταδίκη]], Πλάτ. Νόμ. 920Α: ἁλῶναι ἰσχυρὰν ἅλωσιν, τὸ νὰ καταληφθῇ τις χωρὶς νὰ [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ ἐκφύγῃ, Πλουτ. Νουμ. 15.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> prise, conquête ; capture (d'un prisonnier) ; destruction (d'une ville);<br /><b>2</b> moyen de prendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἁλίσκομαι]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater