ἅλωσις
English (LSJ)
ἁλώσεως, Ion. ἁλώσιος, ἡ,
A capture, Pi.O.10(11).42, Hdt.1.5, 3.156, A.Ag.589, etc.; δαΐων ἅλωσις conquest by enemy, Id.Th.119: means of conquest, S. Ph.61.
2 taking, catching of birds and fish, Arist.HA593a20, 600a3 (pl.); ἑαλωκότες ἰσχυρὰν ἅλωσιν taken without power to escape, Plu.Num.15.
II law-term, conviction, Pl.Lg.920a, D.C.Fr.97.3.
Spanish (DGE)
ἁλώσεως, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [jón. gen. ἁλώσιος Pi.O.10.42]
I 1conquista, toma, ocupación de una ciudad o región abs. κεῖνος ἀβουλίᾳ ὕστατος ἁλώσιος ἀντάσαις Pi.O.10.42, cf. Hdt.3.156, Th.4.113
•c. gen. obj. Ἰλίου Hdt.1.5, Μιλήτου Hdt.6.21, Αἰγύπτου Hdt.7.8, Τροίας Pl.Lg.685c, Εὐβοίας Th.2.2, τειχῶν Th.4.70, πόλεως E.El.1024, Plb.3.8.8, I.AI 2.250, BI 1.10, τῆς Μεγάλης πόλεως Plb.2.64.1, Βαβυλῶνος LXX Ie.27.46
•c. gen. subjet. δαΐων ἅλωσις = conquista por el enemigo A.Th.119
•c. adj. Τρωική E.Hec.1135
•abs. algarada, razzia I.AI 5.261.
2 captura de pers., c. gen. obj. αὐτῶν Th.5.15, τῶν πρωτοτόκων Melit.Pass.26.p.4.31, abs., D.57.20, ἑαλωκότες ἰσχυρὰν καὶ ἄφυκτον ἅλωσιν Plu.Num.15, ἀπαξιώσας δὲ τὴν ἅλωσιν ἐς τὸν θάνατον καὶ αὐτὸς κατέφυγεν D.C.47.49.1, cf. FD 5.22.35 (IV a.C.)
•de anim. caza, pesca αὐτῆς (del ruiseñor), Arist.HA 593a20
•abs., Arist.HA 600a3, Arr.Epict.4.1.29, 2Ep.Petr.2.12.
3 fig. rendición, entrega en sentido amoroso ἐγίνετο ἤδη τῶν ὀφθαλμῶν ἅλωσις αὐτοῖς era (el momento) para ellos de la rendición de los ojos Longus 1.24, cf. Anacreont.26.3, del pueblo ante el político οὐδὲ ῥᾴδιον ἁλῶναι τὴν σωτήριον ἅλωσιν ὑπὸ τοῦ τυχόντος ὁ ὄχλος no es fácil que el pueblo se entregue a un cualquiera con rendición salvadora Plu.2.800c.
4 jur. de pers. acción de sorprender o hallar culpable ἐφ' ἑκάστης ἁλώσεως Pl.Lg.920a, cf. D.C.97.3.
II fig. posibilidad o medio de conquista μόνην ἔχοντες τήνδ' ἅλωσιν Ἰλίου no teniendo otra posibilidad de conquistar Troya S.Ph.61.
III muerte, asesinato Hsch.
German (Pape)
[Seite 113] ἡ (ἁλίσκομαι), 1) das Einnehmen, die Eroberung, Pind. Ol. 11, 44; Tragg. (Soph. Phil. 61 μόνην τήνδ' Ἰλίου ἅλωσιν ἔχοντες, die Möglichkeit der Eroberung von Ilion); häufig in Prosa; Plut. verb. öfter ἅλωσιν ἁλίσκεσθαι, z. B. ἰσχυρὰν καὶ ἄφυκτον ἅλ. ἁλ., so gefangen sein, daß man nicht entfliehen kann, Num. 15, vgl. Caes. 55 Dem. 9. – 2) Verurteilung vor Gericht, Plat. Legg. XI, 920 a.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 prise, conquête ; capture (d'un prisonnier) ; destruction (d'une ville);
2 moyen de prendre.
Étymologie: ἁλίσκομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἅλωσις: εως ἡ
1 захват, взятие, завоевание (Μιλήτου Her.; Ἰλίου Aesch.; Τροίας Plat.: τῆς πόλεως Plut.);
2 захват в плен, пленение или поимка (τοῦ βασιλέως Plut.): ἑαλωκότες ἄφυκτον ἅλωσιν Plut. захваченные в плен, из которого побег невозможен;
3 возможность захвата (μόνην ἔχοντες τήνδ᾽ ἅλωσιν Ἰλίου Soph.);
4 юр. взятие под стражу, т. е. обвинительный приговор Plat.;
5 ловля (αἱ τῶν ἰχθύων ἁλώσεις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἅλωσις: -εως, Ἰων. ιος, ἡ, ἡ κυρίευσις, κατάκτησις, καταστροφή, Πινδ. Ο. 10 (11). 49, Ἡρόδ. 1. 5., 3. 156, Αἰσχύλ. Ἀγ. 589, κτλ.: δαΐων ἅλωσις = ἡ κατάκτησις ὑπὸ τῶν πολεμίων, Αἰσχύλ. Θήβ. 119: τὰ μέσα πρὸς κατάκτησιν, Σοφ. Φ. 61. 2) ἄγρευσις πτηνῶν ἢ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3, 10., 8. 15, 9. ΙΙ. ὡς ὅρος δικανικός, ἡ καταδίκη, Πλάτ. Νόμ. 920Α: ἁλῶναι ἰσχυρὰν ἅλωσιν, τὸ νὰ καταληφθῇ τις χωρὶς νὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκφύγῃ, Πλουτ. Νουμ. 15.
English (Slater)
ᾰλωσις capture ἁλώσιος ἀντάσαις θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν (O. 10.42) Ἰλίου δὲ θῆκεν ἄφαρ ὀψιτέραν ἅλωσιν (Pae. 6.81)
English (Strong)
from a collateral form of αἱρέομαι; capture, be taken.
English (Thayer)
(εως, ἡ (ἁλόω, ἁλίσκομαι, to be caught), a catching, capture: εἰς ἅλωσιν to be taken, (some would here take the word actively: to take). (From Pindar and Herodotus down.)
Greek Monolingual
η (AM ἅλωσις)
εκπόρθηση, κατάκτηση, κατάληψη, καταστροφή
νεοελλ.
(ειδικότερα) η Άλωση
η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
μσν.
(για πρόσωπα) σύλληψη, αιχμαλωσία
αρχ.
1. (για ζώα) άγρευση, σύλληψη
2. τα μέσα για την εκπόρθηση μιας πόλης
3. (ως νομικός όρος) καταδικαστική απόφαση, καταδίκη
4. φρ. «ἑάλων ἰσχυρὰν ἅλωσιν», έχω συλληφθεί και δεν μπορώ να διαφύγω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. ἁλω- (πρβλ. αρχ. αόρ. ἑ-άλω-ν) του ρ. ἁλίσκομαι.
Greek Monotonic
ἅλωσις: -εως, Ιων. -ιος, ἡ (ἁλίσκομαι, ἁλῶναι),
I. άλωση, εκπόρθηση, κατάκτηση, κυριαρχία, αιχμαλωσία, κατάλυση, καταστροφή, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· δαΐων ἅλ., κατάκτηση από τον εχθρό, στον ίδ.· τα μέσα της άλωσης, σε Σοφ.· ἁλῶναι ἰσχυρὰν ἅλωσιν, κατάλυση χωρίς τη διέξοδο διαφυγής, σε Πλούτ.
II. ως δικανικός όρος, καταδίκη, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἁλίσκομαι, ἁλῶναι
I. a taking, capture, conquest, destruction, Pind., Aesch., etc.; δαΐων ἅλ. conquest by the enemy, Aesch.: means of conquest, Soph.: ἁλῶναι ἰσχυρὰν ἅλωσιν to be taken without power to escape, Plut.
II. as law-term, conviction, Plat.
Chinese
原文音譯:¤lwsij 哈羅西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:擄獲
字義溯源:擄獲,拿取,捕捉,捉拿;源自(αἱρέομαι)*=取為己有)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 捉拿(1) 彼後2:12
Lexicon Thucydideum
expugnatio, storming, capture, 1.12.3, [de artic. om. cf. Popp. adn. concerning omission of the article compare Poppo's note] 1.23.4, 2.2.1. 3.51.1, 4.70.1, 4.107.3. 4.108.3, 4.109.1. 4.113.1, 4.116.2, 7.24.2, 7.32.1,
captura, capture, plunder, 5.15.2,
post eos captos., after capturing them.
Translations
conquest
Albanian: pushtim; Arabic: فَتْح, اِسْتِيلَاء, تَسْخِير, إِخْضَاع, اِحْتِلال, اِنْتِصَار; Armenian: նվաճում; Azerbaijani: istila, fəth; Belarusian: заваёва, заваяванне, здабыццё; Bengali: বিজয়; Bulgarian: завоевание, завоюване; Catalan: conquesta, conquista; Chinese Mandarin: 戰勝, 战胜, 征服; Czech: dobytí; Danish: erobring; Dutch: verovering; Esperanto: konkero; Estonian: vallutus; Finnish: voitto, valloitus; French: conquête; Galician: conquista; Georgian: დაპყრობა; German: Eroberung; Greek: άλωση, κατάκτηση; Ancient Greek: αἵρεσις, ἅλωσις, δῄωσις, ἔγκτασις, ἔγκτησις, ἐκπόρθησις, ἐπικράτησις, καταγώνισις, κατάκτησις, καταμάχησις, πόρθησις, χείρωμα; Hebrew: כִּבּוּשׁ; Hindi: विजय, फ़तह, जयन, पराजय; Hungarian: hódítás; Irish: concas; Italian: conquista, soggiogamento; Japanese: 征服; Korean: 정복; Latvian: uzvara, iekarošana; Lithuanian: užkariavimas; Macedonian: освојување; Maori: raupatu; Norman: contchête; Norwegian Bokmål: erobring; Pashto: فتح, استيلا; Persian: استیلا, فتح, تسخیر; Polish: podbój; Portuguese: conquista; Romanian: cucerire; Russian: завоевание; Scottish Gaelic: ceannsachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: осваја̄ње; Roman: osvájānje; Slovak: dobytie; Slovene: osvojitev; Spanish: conquista; Swedish: erövring; Tajik: истило, фатҳ; Tocharian B: yūkalñe; Turkish: fetih, istila; Turkmen: basyp; Ukrainian: завоювання, здобуття; Urdu: فتح; Uzbek: istilo, fath, bosib; Vietnamese: sự chinh phục; Volapük: konker; Welsh: concwest, concwestau