Anonymous

ἐπίτονος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0994.png Seite 994]] angespannt, angestrengt, [[φθέγμα]] Philostr. – Subst. ὁ [[ἐπίτονος]], 1) sc. [[ἱμάς]], das Tau, mit welchem die Segelstange oder Raa an den Mast gebunden wird, Od. 12, 423, Schol. ὁ τῶν κεράτων δεσμὸς ὁ ἀνέλκων τὸ [[κέρας]] πρὸς τὸ [[ὕψος]] τοῦ ἱστοῦ. Auch Bettgurte, ἐπιτόνου, [[varia lectio|v.l.]] ἐπὶ τόνου, Ar. Lys. 922. – 2) die Flechse, τοὺς ἐπιτόνους καὶ τὰ ξυνεχῆ νεῦρα Plat. Tim. 84 e; Legg. XII, 945 c; vgl. Arist. H. A. 3, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0994.png Seite 994]] angespannt, angestrengt, [[φθέγμα]] Philostr. – Subst. ὁ [[ἐπίτονος]], 1) sc. [[ἱμάς]], das Tau, mit welchem die Segelstange oder Raa an den Mast gebunden wird, Od. 12, 423, Schol. ὁ τῶν κεράτων δεσμὸς ὁ ἀνέλκων τὸ [[κέρας]] πρὸς τὸ [[ὕψος]] τοῦ ἱστοῦ. Auch Bettgurte, ἐπιτόνου, [[varia lectio|v.l.]] ἐπὶ τόνου, Ar. Lys. 922. – 2) die Flechse, τοὺς ἐπιτόνους καὶ τὰ ξυνεχῆ νεῦρα Plat. Tim. 84 e; Legg. XII, 945 c; vgl. Arist. H. A. 3, 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tendu, intense ; fort ; ὁ [[ἐπίτονος]] ([[ἱμάς]]) courroie d’antenne.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτείνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίτονος''': -ον, ([[ἐπιτείνω]]), [[ἔντονος]], Διοδώρ. Ἐκλογ. 557· ἐπὶ ἤχου, Φιλόστρ. 537. ― Ἐπιρρ. -νως, κατὰ διόρθωσιν Turneb. ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 385. ΙΙ. [[ἐπίτονος]] (ἐξυπ. [[ἱμάς]]), ὁ, [[σχοινίον]] πλοίου, ἐκτεινόμενον ἐκ τοῦ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] ἱστοῦ, ἀντίθ. τῷ πρότονος, αὐτὰρ ἐπ᾿ αὐτῷ ἱστῷ [[ἐπίτονος]] βέβλητο, βοὸς ῥινοῖο τετευχώς, [[ἔνθα]] τὸ ἐπ. [[εἶναι]] μακρὸν ἐν ἀρχῇ τοῦ στίχου, Ὀδ. Μ. 423. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ἐπίτονος]], ὁ δεσμεύων ἱμὰς πρὸς τὸν ἱστὸν τὸ [[κέρας]]». 2) ἐπίτονοι, οἱ μεγάλοι μυῶνες τοῦ ὤμου καὶ βραχίονος, Πλάτ. Τίμ. 84Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4· νεύρων ἐπίτονοι Πλάτ. Νόμοι 945C.
|lstext='''ἐπίτονος''': -ον, ([[ἐπιτείνω]]), [[ἔντονος]], Διοδώρ. Ἐκλογ. 557· ἐπὶ ἤχου, Φιλόστρ. 537. ― Ἐπιρρ. -νως, κατὰ διόρθωσιν Turneb. ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 385. ΙΙ. [[ἐπίτονος]] (ἐξυπ. [[ἱμάς]]), ὁ, [[σχοινίον]] πλοίου, ἐκτεινόμενον ἐκ τοῦ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] ἱστοῦ, ἀντίθ. τῷ πρότονος, αὐτὰρ ἐπ᾿ αὐτῷ ἱστῷ [[ἐπίτονος]] βέβλητο, βοὸς ῥινοῖο τετευχώς, [[ἔνθα]] τὸ ἐπ. [[εἶναι]] μακρὸν ἐν ἀρχῇ τοῦ στίχου, Ὀδ. Μ. 423. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ἐπίτονος]], ὁ δεσμεύων ἱμὰς πρὸς τὸν ἱστὸν τὸ [[κέρας]]». 2) ἐπίτονοι, οἱ μεγάλοι μυῶνες τοῦ ὤμου καὶ βραχίονος, Πλάτ. Τίμ. 84Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4· νεύρων ἐπίτονοι Πλάτ. Νόμοι 945C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tendu, intense ; fort ; ὁ [[ἐπίτονος]] ([[ἱμάς]]) courroie d’antenne.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτείνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth