ἔξει: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(4)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>2ᵉ sg. prés. ind. ou impér. de</i> [[ἔξειμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξει:''' Arph. (= ἔξιθι) imper. к [[ἔξειμι]] II.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξει''': ἀντὶ ἔξιθι, προστ. τοῦ [[ἔξειμι]].
|lstext='''ἔξει''': ἀντὶ ἔξιθι, προστ. τοῦ [[ἔξειμι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>2ᵉ sg. prés. ind. ou impér. de</i> [[ἔξειμι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔξει:''' αντί <i>ἔξιθι</i>, προστ. του [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]] [[ibo]]).
|lsmtext='''ἔξει:''' αντί <i>ἔξιθι</i>, προστ. του [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]] [[ibo]]).
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. prés. ind. ou impér. de ἔξειμι.

Russian (Dvoretsky)

ἔξει: Arph. (= ἔξιθι) imper. к ἔξειμι II.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξει: ἀντὶ ἔξιθι, προστ. τοῦ ἔξειμι.

Greek Monotonic

ἔξει: αντί ἔξιθι, προστ. του ἔξειμι (εἶμι ibo).