Φοινικόστολος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''Φοινῑκόστολος:''' [[посланный финикиянами]], [[финикийский]] или [[карфагенский]] (ἔγχεα Pind.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Φοινῑκόστολος''': -ον, ὁ ὐπὸ τῶν Φοινίκων στελλόμενος, Φοιν. ἔγχεα, δηλαδὴ ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Πινδ. Ν. 9. 67.
|lstext='''Φοινῑκόστολος''': -ον, ὁ ὐπὸ τῶν Φοινίκων στελλόμενος, Φοιν. ἔγχεα, δηλαδὴ ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Πινδ. Ν. 9. 67.
Line 7: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Φοινῑκόστολος:''' -ον, αυτός που έχει σταλεί από τους Φοίνικες, <i>Φοινικόστολα ἔγχεα</i>, δηλ. ἔγχεα τοῦ [[τῶν]] Φοινίκων στόλου, σε Πίνδ.
|lsmtext='''Φοινῑκόστολος:''' -ον, αυτός που έχει σταλεί από τους Φοίνικες, <i>Φοινικόστολα ἔγχεα</i>, δηλ. ἔγχεα τοῦ [[τῶν]] Φοινίκων στόλου, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Φοινῑκόστολος:''' [[посланный финикиянами]], [[финикийский или карфагенский]] (ἔγχεα Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Φοινῑκό-στολος, ον,<br />sent by Phoenicians, Φοιν. ἔγχεα, i. e. ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Pind.
|mdlsjtxt=Φοινῑκό-στολος, ον,<br />sent by Phoenicians, Φοιν. ἔγχεα, i. e. ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Pind.
}}
}}

Latest revision as of 18:12, 6 October 2022

Russian (Dvoretsky)

Φοινῑκόστολος: посланный финикиянами, финикийский или карфагенский (ἔγχεα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

Φοινῑκόστολος: -ον, ὁ ὐπὸ τῶν Φοινίκων στελλόμενος, Φοιν. ἔγχεα, δηλαδὴ ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Πινδ. Ν. 9. 67.

English (Slater)

Φοινῑκόστολος of a Phoenician army πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα (the meaning with blood red spears is also intended, with ref. to the expedition of the Seven) (N. 9.28)

Greek Monotonic

Φοινῑκόστολος: -ον, αυτός που έχει σταλεί από τους Φοίνικες, Φοινικόστολα ἔγχεα, δηλ. ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, σε Πίνδ.

Middle Liddell

Φοινῑκό-στολος, ον,
sent by Phoenicians, Φοιν. ἔγχεα, i. e. ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Pind.