κραταιόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")
 
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''κραταιόομαι:''' [[быть или становиться сильным]], [[крепнуть]] (πνεύματι NT).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρᾰταιόομαι''': Παθ., μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ κρατύνομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 80, 1 Ἐπιστ. π. Κορ. ις΄, 13, κτλ.
|lstext='''κρᾰταιόομαι''': Παθ., μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ κρατύνομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 80, 1 Ἐπιστ. π. Κορ. ις΄, 13, κτλ.
Line 4: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰταιόομαι:''' Παθ., <i>κρατύνομαι</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κρᾰταιόομαι:''' Παθ., <i>κρατύνομαι</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''κραταιόομαι:''' [[быть или становиться сильным]], [[крепнуть]] (πνεύματι NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρᾰταιόομαι, [Pass., = κρατύνομαι, NTest.]
|mdlsjtxt=κρᾰταιόομαι, [Pass., = κρατύνομαι, NTest.]
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 6 October 2022

Russian (Dvoretsky)

κραταιόομαι: быть или становиться сильным, крепнуть (πνεύματι NT).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταιόομαι: Παθ., μεταγεν. τύπος τοῦ κρατύνομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 80, 1 Ἐπιστ. π. Κορ. ις΄, 13, κτλ.

Greek Monotonic

κρᾰταιόομαι: Παθ., κρατύνομαι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

κρᾰταιόομαι, [Pass., = κρατύνομαι, NTest.]