κραταιόομαι: Difference between revisions

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
(6_20)
 
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''κραταιόομαι:''' [[быть или становиться сильным]], [[крепнуть]] (πνεύματι NT).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρᾰταιόομαι''': Παθ., μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ κρατύνομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 80, 1 Ἐπιστ. π. Κορ. ις΄, 13, κτλ.
|lstext='''κρᾰταιόομαι''': Παθ., μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ κρατύνομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 80, 1 Ἐπιστ. π. Κορ. ις΄, 13, κτλ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰταιόομαι:''' Παθ., <i>κρατύνομαι</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρᾰταιόομαι, [Pass., = κρατύνομαι, NTest.]
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 6 October 2022

Russian (Dvoretsky)

κραταιόομαι: быть или становиться сильным, крепнуть (πνεύματι NT).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταιόομαι: Παθ., μεταγεν. τύπος τοῦ κρατύνομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 80, 1 Ἐπιστ. π. Κορ. ις΄, 13, κτλ.

Greek Monotonic

κρᾰταιόομαι: Παθ., κρατύνομαι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

κρᾰταιόομαι, [Pass., = κρατύνομαι, NTest.]