εγχωρώ: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐγχωρῶ (-έω) (AM)<br /><b>1.</b> [[επιτρέπω]]<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> επιτρέπεται («ἐγχωρεῑ αὐτῷ περὶ τούτων [[εἰδέναι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ τὸ ἐγχωροῦν
|mltxt=ἐγχωρῶ (-έω) (AM)<br /><b>1.</b> [[επιτρέπω]]<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> επιτρέπεται («ἐγχωρεῖ αὐτῷ περὶ τούτων [[εἰδέναι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ τὸ ἐγχωροῦν» — όσο [[είναι]] δυνατόν.
» — όσο [[είναι]] δυνατόν.
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

ἐγχωρῶ (-έω) (AM)
1. επιτρέπω
2. απρόσ. επιτρέπεται («ἐγχωρεῖ αὐτῷ περὶ τούτων εἰδέναι»)
3. φρ. «κατὰ τὸ ἐγχωροῦν» — όσο είναι δυνατόν.