εγχωρώ

From LSJ

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76

Greek Monolingual

ἐγχωρῶ (-έω) (AM)
1. επιτρέπω
2. απρόσ. επιτρέπεται («ἐγχωρεῖ αὐτῷ περὶ τούτων εἰδέναι»)
3. φρ. «κατὰ τὸ ἐγχωροῦν» — όσο είναι δυνατόν.