θυηπολώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θυηπολῶ, -έω (Α) [[θυηπόλος]]<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με θυσίες, [[είμαι]] [[θυηπόλος]]<br /><b>2.</b> <b>(μτθ.)</b> [[θυσιάζω]] [[κάτι]] («[[γέρας]] βρότειον τῷ Κρόνῳ θυηπολεῖν», <b>Σοφ.</b><br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>θυηπολούμαι</i><br />[[γεμίζω]] από θυσίες, [[είμαι]] [[γεμάτος]] από προσφορές θυσιών («θυηπολεῑται δ' [[ἄστυ]] μάντεων ὕπο» — η [[πόλη]] [[είναι]] γεμάτη θυσίες από τους μάντεις, <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=θυηπολῶ, -έω (Α) [[θυηπόλος]]<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με θυσίες, [[είμαι]] [[θυηπόλος]]<br /><b>2.</b> <b>(μτθ.)</b> [[θυσιάζω]] [[κάτι]] («[[γέρας]] βρότειον τῷ Κρόνῳ θυηπολεῖν», <b>Σοφ.</b><br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>θυηπολούμαι</i><br />[[γεμίζω]] από θυσίες, [[είμαι]] [[γεμάτος]] από προσφορές θυσιών («θυηπολεῖται δ' [[ἄστυ]] μάντεων ὕπο» — η [[πόλη]] [[είναι]] γεμάτη θυσίες από τους μάντεις, <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

θυηπολῶ, -έω (Α) θυηπόλος
1. ασχολούμαι με θυσίες, είμαι θυηπόλος
2. (μτθ.) θυσιάζω κάτιγέρας βρότειον τῷ Κρόνῳ θυηπολεῖν», Σοφ.
3. παθ. θυηπολούμαι
γεμίζω από θυσίες, είμαι γεμάτος από προσφορές θυσιών («θυηπολεῖται δ' ἄστυ μάντεων ὕπο» — η πόλη είναι γεμάτη θυσίες από τους μάντεις, Ευρ.).