ασχολούμαι Search Google

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

(Α ἀσχολοῦμαι, -έομαι) άσχολος
είμαι απασχολημένος, καταγίνομαι με κάτι.