κλείτος: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />κλεῑτος, τὸ (Α) [[κλειτός]] (Ι)]<br />(στο λεξ. [[Σούδα]]: <i>κλῆτος</i>) ποιητ. τ. [[αντί]] [[κλέος]].<br /><b>(II)</b><br />κλεῑτος, και [[κλίτος]], τὸ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>κλείτεα</i><br />[[κλειτύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]. Η λ. εμφανίζει την απαθή [[βαθμίδα]] <i>κλει</i>- της ρίζας].
|mltxt=<b>(I)</b><br />κλεῖτος, τὸ (Α) [[κλειτός]] (Ι)]<br />(στο λεξ. [[Σούδα]]: <i>κλῆτος</i>) ποιητ. τ. [[αντί]] [[κλέος]].<br /><b>(II)</b><br />κλεῖτος, και [[κλίτος]], τὸ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>κλείτεα</i><br />[[κλειτύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]. Η λ. εμφανίζει την απαθή [[βαθμίδα]] <i>κλει</i>- της ρίζας].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

(I)
κλεῖτος, τὸ (Α) κλειτός (Ι)]
(στο λεξ. Σούδα: κλῆτος) ποιητ. τ. αντί κλέος.
(II)
κλεῖτος, και κλίτος, τὸ (Α)
στον πληθ. κλείτεα
κλειτύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει- της ρίζας].