συρίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
mNo edit summary
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ὑρίσκος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀγγεῑόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι<br />τινὲς δὲ ὑρίσκον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σύριχος]].
|mltxt=και ὑρίσκος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι<br />τινὲς δὲ ὑρίσκον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σύριχος]].
}}
}}

Revision as of 09:50, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρίσκος Medium diacritics: συρίσκος Low diacritics: συρίσκος Capitals: ΣΥΡΙΣΚΟΣ
Transliteration A: syrískos Transliteration B: syriskos Transliteration C: syriskos Beta Code: suri/skos

English (LSJ)

ὁ, v. ὑριχός.

Greek (Liddell-Scott)

συρίσκος: σύρισσος, ἴδε ὑρισός.

Greek Monolingual

και ὑρίσκος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι
τινὲς δὲ ὑρίσκον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύριχος.