πληβείος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(33) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο, / | |mltxt=-α, -ο, / πληβεῖος, ΝΜΑ, και πληβήιος, -ΐα, -ον, Α<br />αυτός που κατάγεται από λαϊκή, κατώτερη κοινωνική [[τάξη]]<br /><b>2.</b> (στην αρχ. [[Ρώμη]]) [[πολίτης]] από κατώτερη [[τάξη]] που δεν είχε ευγενή [[καταγωγή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους πατρικίους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>plebeius</i> <span style="color: red;"><</span> <i>plebs</i>, -<i>bis</i> «[[δήμος]], όχλος»]. | ||
}} | }} |