ακμαίος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α ἀκμαῑος, -α, -ον)<br />αυτός που βρίσκεται στην [[ακμή]] του, στο υψηλότερο [[σημείο]] δύναμης ή ωριμότητας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ευδοκιμεί και προοδεύει<br /><b>2.</b> (για καρπούς) ο ώριμος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται ή έρχεται την κατάλληλη [[στιγμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκμὴ</i> (<i>ἀκμα</i>-<i>ιος</i> > [[ἀκμαῖος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακμαιότητα]]].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἀκμαῖος]], -α, -ον)<br />αυτός που βρίσκεται στην [[ακμή]] του, στο υψηλότερο [[σημείο]] δύναμης ή ωριμότητας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ευδοκιμεί και προοδεύει<br /><b>2.</b> (για καρπούς) ο ώριμος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται ή έρχεται την κατάλληλη [[στιγμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκμὴ</i> (<i>ἀκμα</i>-<i>ιος</i> > [[ἀκμαῖος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακμαιότητα]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:57, 14 October 2022

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀκμαῖος, -α, -ον)
αυτός που βρίσκεται στην ακμή του, στο υψηλότερο σημείο δύναμης ή ωριμότητας
νεοελλ.
1. εκείνος που ευδοκιμεί και προοδεύει
2. (για καρπούς) ο ώριμος
αρχ.
αυτός που γίνεται ή έρχεται την κατάλληλη στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκμὴ (ἀκμα-ιος > ἀκμαῖος).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακμαιότητα].