ακμή

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

η (Α ἀκμή)
1. το οξύ, το κοφτερό μέρος μεταλλικού όπλου ή οργάνου
«ακμή του ξυραφιού», «ἀκμὴ φασγάνου» (Πίνδ. Πυθ. 9, 81)
2. το κρισιμότερο σημείο, η αποφασιστική καμπή μιας υποθέσεως
«ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς» — στην κόψη του ξυραφιού (πρβλ. Όμ. Κ 173), «ἐν τῇ θλίψει καὶ ἐν τῇ ἀκμῇ τῇ ἐπελθούσῃ ἡμῖν» (ΠΔ Μακκ. 2, 1, 7)
3. η κατάλληλη περίσταση
«οὐκέτ' ὀκνεῖν καιρός, ἀλλ' ἔργων ἀκμὴ» (Σοφ. Ηλ. 22)
4. η πλήρης εξέλιξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας καταστάσεως
«βρίσκεται στην ακμή της δραστηριότητας»
αρχ.
«ἀκμὴ ἥβης» (Σοφ. Οιδ. Τύρ. 745), «ἀκμὴ ἦρος» (Πίνδ. Πυθ. 4, 64), «ἀκμὴ σώματός τε καὶ φρονήσεως» (Πλάτ. Πολιτ. 461 a)
5. τα εξανθήματα του προσώπου που εμφανίζονται συνήθως κατά την εφηβική ηλικία
«ακμή νεανική» (πρβλ. Κάσσιο Ιατροσοφιστή, 155.37)
αρχ.
δύναμη, ζωηρότητα του ύφους (Ερμογ. Ρήτωρ, 249.2 a).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ακμή ξεκινώντας από την αρχική, βασική έννοια «της αιχμής, της κόψης» έφτασε με διάφορες σημασιολογικές εξελίξεις να σημάνει «το ακρότατο σημείο (μιας ενεργείας)», άρα «το ύψιστο και κρίσιμο σημείο», από όπου η σημ. «κρίσιμη, κατάλληλη, ευνοϊκή στιγμή, περίσταση», καθώς και την «ακρότατη, πλήρη εξέλιξη», άρα «το σφρίγος, τη ζωτικότητα». Η αιτ. ἀκμὴν (ανάρθρως) χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά για να δηλώσει το «μόλις, τώρα δα, ακόμη». Ο τ. ἀκμήν, με ανάπτυξη του φωνήεντος ο από επίδραση τών επιρρηματικών τύπων τότε, πότε κ.τ.ό., εξελίχθηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους σε ἀκομὴν > ἀκομή, από όπου το σημερινό ακόμη και, με την επιρρ. κατάλ. -α, ακόμα. Η λ. ἀκμὴ (< ἀκ-μᾱ) ετυμολογικά ανάγεται στην πολύ παραγωγική ρίζα ακ- που σήμαινε τον «οξύ, αιχμηρό, κοφτερό» (πρβλ. ἄκ-ρος, ἀκ-ή, ἄκ-ων, ἀκ-ὶς κ.ά.).
ΠΑΡ. ακμάζω, ακμαίας
αρχ.
ἀκμηνός.
ΣΥΝΘ. παρακμή, απακμή. Βλ. και λήμμα ακ-].