ἀκμαῖος

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκμαῖος Medium diacritics: ἀκμαῖος Low diacritics: ακμαίος Capitals: ΑΚΜΑΙΟΣ
Transliteration A: akmaîos Transliteration B: akmaios Transliteration C: akmaios Beta Code: a)kmai=os

English (LSJ)

ἀκμαῖα, ἀκμαῖον, Aeol. ἄκμαος Jo. Gramm.Comp.2.14;
A in full bloom, at prime, vigorous, πῶλοι A.Eu.405; ἥβη Id.Th.11; ἀκμαῖος φύσιν = in the prime of strength, Id.Pers.441; ἀ. τὸν ὀργήν Luc.Tim.3; κάλλει ἀκμαία Epigr.Gr.127; τὸ ἀκμαιότατον D.H.5.22; ἀκμαίων λέσχη at Chalcis, Plu.2.298d:—ἀκμαῖα πρὸς ἔρωτα AP7.221, cf. Luc.DDeor.8.2, Ael.NA15.10. Adv. ἀκμαίως ἔχειν κατὰ τὴν ἡλικίαν = be in the bloom of his age, Plb.31.29.7: Comp. ἀκμαιότερον = more vigorously, Gal.4.525:—of things, at the height, ὁ ἀκμαιότατος καιρὸς τῆς ἡμέρας, i.e. noon, Plb.3.102.1; τὸ ἀκμαῖον τοῦ χειμῶνος Arr.An.4.7.1, etc.
2 Rhet., belonging to the supreme effort, culmination of oratory, ἔννοιαι, λόγος, Hermog.Id.1.7, Inv.4.4: Comp., Id.1.10.
II in time, in season, ἀκμαῖος καιρός PTeb.24.56 (ii B. C., Sup.); ἀκμαῖαι ἡμέραι = the seasonable days, Ath.5.180c, cf. AP10.2 (Antip.Sid.): neuter plural as adverb, ὡς ἀκμαῖ᾽ ἄν, εἰ βαίη, μόλοι = how timely would be his arrival S.Aj.921 (cj.).

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): eol. ἄκμαος Phlp.Comp.2.14 (cód.)
I 1de varones que está en su momento culminante, maduro, vigoroso πῶλοι A.Eu.405, ἀ. ἥβη A.Th.11, ἀκμαίων λέσχη en Calcis, Plu.2.298d, τῶν νέων τοὺς ἀκμαιοτάτους ... ὡπλισμένους Ach.Tat.4.13.1, sup. neutr. τὸ ἀκμαιότατον lo más vigoroso (de la población), D.C.52.27.5, c. ac. de rel. ἀ. τὴν φύσιν A.Pers.441, ἀ. τὴν ὀργήν violento Luc.Tim.3
pred. oportuno (cf. II 2) ὡς ἀκμαῖος ... μόλοι cuán oportuno vendría S.Ai.921
de mujeres núbil παίδων ἀ. ... ἁλικία IG 12(9).1174 (Cálcide III a.C.), op. γραῦς Babr.22, παρθένος Luc.DDeor.8.2, ἀκμαία· uiripotens, Gloss.3.329
gener. floreciente, en sazón c. dat. κάλλει IG 22.13148.2 (II/III d.C.), c. prep. ἀ. πρὸς ἔρωτα AP 7.221, πρὸς τὰ ἔργα M.Ant.1.16.7
lozano σῶμα IG 22.3661.1 (Eleusis III d.C.)
subst. τὸ ἀ. τοῦ σώματος la madurez del cuerpo Manes 12.9.
2 de cosas maduro, en sazón del vino SB 4425.7.12 (II d.C.), βότρυς Babr.19, γάλα Sor.66.20
vivo ἀκμαιότερον φῶς πυρὸς ἐν νυκτί Max.Tyr.40.4.
3 ret. culminante ἔννοιαι Hermog.Id.1.7, λόγος Hermog.Inu.4.4 (p.189).
II 1del tiempo χειμὼν ἀκμαιότατος lo más riguroso del invierno, hacia la mitad del invierno Arist.Pr.861a24, τὸ ἀ. τοῦ χειμῶνος Arr.An.4.7.1, ὁ ἀκμαιότατος καιρὸς τῆς ἡμέρας el mediodía Plb.3.102.1.
2 oportuno καιρός PTeb.24.56 (II a.C.), BGU 1756.13 (I a.C.), ἡμέραι Ath.180c, δρόμος νηός AP 10.2 (Antip.Sid.), ἀκμαῖα ... τῶν ἔργων Thphr.CP 3.16.2.
III puntiagudo sup. neutr. ἀπευθύνει τὰ δὲ ἄκρα πρὸς τὸ ἀκμαιότατον aguza los extremos hasta que sean muy puntiagudos Hld.9.19.4.
IV adv.
1 ἀκμαίως = en su mejor momento, ἀκμαίως ἔχειν κατὰ ἡλικίαν Plb.31.29.7.
2 compar. neutr. ἀκμαιότερον = más vigorosamente συντείνωμεν ... ἐπὶ τὸ κατάλοιπον τοῦ λόγου Gal.4.525.

German (Pape)

[Seite 74] blühend, kräftig, ἥβη Aesch. Spt. 11: πῶλοι Eum. 383; φύσιν ἀκμαῖος Pers. 433; παρθένος, heirathsfähig, Luc. Deor. D. 8, 2; ἀκμαίη πρὸς ἔρωτα Ep. ad. 660 (VII, 221); ἡλικίη Diosc. 2 (XII. 14). u. öfter in erotischen Gedichten; – ὡς ἀκμαῖος μόλοι, wie käme er zur rechten Zeit, Soph. Ai. 904; τὸ ἀκμαῖον τοῦ χειμῶνος Arr. 4, 7, 1; Pol. 3, 102 μεσημβρία τὸ τοῦ φωτὸς ἀκμαιότατον, wo das Licht am kräftigsten ist; ἀκμαῖαι ἡμέραι, die eigentlichen Festtage, Ath. V, 180 c; ἀκμαῖος τὴν ὀργήν, im höchsten Zorn, Luc. Tim. 3. – Adv. ἀκμαίως, z. B. ἔχειν κατὰ τὴν ἡλικίαν Pol. 32, 15, 7, in der Blüte des Alters stehen.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui est au plus haut point, càd dans toute sa force : ἀκμαῖος τὴν φύσιν ESCHL qui est dans la force de l'âge;
2 qui est à point, qui arrive à temps : ὡς ἀκμαῖος μόλοι SOPH comme il viendrait à point.
Étymologie: ἀκμή.

Russian (Dvoretsky)

ἀκμαῖος:
1 достигший расцвета, созревший, цветущий (ἥβη Aesch.; παρθένος Luc.; πῶλοι Aesch.): ἀ. φύσιν Aesch. в расцвете сил; ἀ. τὴν ὀργήν Luc. вспыльчивый; ἡ ἀκμαιοτάτη δύναμις Plut. отборные войска; πνεύματος ἀκμαίου γέμων Plut. исполненный юношеского пыла; ἀ. πρός τι Anth. созревший для чего-л.;
2 своевременный, подходящий; благоприятный (καιρός Polyb.; ὁδός Anth.): ὡς ἀ., εἰ βαίη, μόλοι! Soph. если бы он пришел, как был бы кстати его приход!

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμαῖος: -α, -ον, = ἐν πλήρει ἀκμῇ, ἀκμάζων, ζωηρός, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, πῶλοι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 405· ἥβη, ὁ αὐτ. Θ. 11· ἀκμαῖος φύσιν, ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς ἰσχύος, ὁ αὐτ. Πέρσ. 441· ἀκμ. τὴν ὀργήν, Λουκ. Τίμ. 3· κάλλει ἀκμαία, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 127· τὸ ἀκμαιότατον, Διον. Ἁλ. 5. 22: ― ἀκμαῖα πρὸς ἔρωτα, Λατ. nubilis, Ἀνθ. Π. 7. 221· πρβλ. Λουκ. Θε. Διάλ. 8. 2, Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 10: ― οὕτω καὶ ἐν ἐπιρρήματι, ἀκμαίως ἔχειν κατὰ τὴν ἡλικίαν, Πολύβ. 32. 15, 7: ― ἐπὶ πραγμάτων, ὅταν τι εὑρίσκηται εἰς τὸ ὕψιστον αὑτοῦ σημεῖον, ὁ ἀκμαιότατος καιρὸς τῆς ἡμέρας, δηλ. μεσημβρία, Πολύβ. 3. 102, 1· τὸ ἀκμαῖον τοῦ χειμῶνος, «ἡ καρδιὰ τοῦ χειμῶνος,» Ἀρρ. Ἀν. 4. 7, 1, κτλ. ΙΙ. ἐγκαίρως, εἰς ἁρμόδιον καιρόν, Λατ. opportunus, ὡς ἀκμαῖος ... μόλοι (Wakef. ἀκμαῖ’ ἂν) Σοφ. Αἴ. 921· ἀκμ. ἡμέραι, αἱ κατάλληλοι ἡμέραι, Ἀθήν. 180C· πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 2.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀκμαῖος, -α, -ον)
αυτός που βρίσκεται στην ακμή του, στο υψηλότερο σημείο δύναμης ή ωριμότητας
νεοελλ.
1. εκείνος που ευδοκιμεί και προοδεύει
2. (για καρπούς) ο ώριμος
αρχ.
αυτός που γίνεται ή έρχεται την κατάλληλη στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκμὴ (ἀκμα-ιος > ἀκμαῖος).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακμαιότητα].

Greek Monotonic

ἀκμαῖος: -α, -ονΑιολ. ἄκμαος (ἀκμή),
I. αυτός που βρίσκεται σε πλήρη ακμή, σε πλήρη άνθιση, ανθισμένος, ανθηρός, ρωμαλέος, σθεναρός, σφριγηλός, γερός, σε Αισχύλ.· ἀκμαῖος φύσιν, στην ακμή της δύναμής του, στον ίδ.
II. την κατάλληλη εποχή, τον κατάλληλο καιρό, Λατ. opportunus, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἀκμή
I. in full bloom, at the prime, blooming, vigorous, Aesch.; ἀκμαῖος φύσιν in the prime of strength, Aesch.
II. in time, in season, Lat. opportunus, Soph.

English (Woodhouse)

blooming, vigorous, in one's prime, in the flower of youth, in the prime of life

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)