ευκατέργαστος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(15)
 
m (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκατέργαστος]], -ον)<br />αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί [[κατεργασία]], ο [[ευκολοδούλευτος]] («εὐκατέργαστα ἔρια», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τροφές) [[εύπεπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιτελείται, που κατορθώνεται εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («καταφρονήσαντες ὑμῶν ὡς πᾱσιν εὐκατεργάστων», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατ</i>-<i>εργαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-[[εργάζομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>κατ</i>-<i>έργαστος</i>, <i>πολυ</i>-<i>κατ</i>-<i>έργαστος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκατέργαστος]], -ον)<br />αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί [[κατεργασία]], ο [[ευκολοδούλευτος]] («εὐκατέργαστα ἔρια», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τροφές) [[εύπεπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιτελείται, που κατορθώνεται εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («καταφρονήσαντες ὑμῶν ὡς πᾶσιν εὐκατεργάστων», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατ</i>-<i>εργαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-[[εργάζομαι]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>κατ</i>-<i>έργαστος</i>, <i>πολυ</i>-<i>κατ</i>-<i>έργαστος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 18:37, 29 October 2022

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκατέργαστος, -ον)
αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία, ο ευκολοδούλευτος («εὐκατέργαστα ἔρια», Γαλ.)
αρχ.
1. (για τροφές) εύπεπτος
2. αυτός που επιτελείται, που κατορθώνεται εύκολα
3. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («καταφρονήσαντες ὑμῶν ὡς πᾶσιν εὐκατεργάστων», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατ-εργαστος (< κατ-εργάζομαι), πρβλ. α-κατ-έργαστος, πολυ-κατ-έργαστος].