σκάλισις: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source
(6_9)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκάλῐσις''': ἡ, = [[σκάλσις]], διάφορ. γραφ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 6., 4. 13, 3· σκᾰλισμός, ὁ, ἴδε Εὐνάπ. σ. 59.
|lstext='''σκάλῐσις''': ἡ, = [[σκάλσις]], διάφορ. γραφ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 6., 4. 13, 3· σκᾰλισμός, ὁ, ἴδε Εὐνάπ. σ. 59.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[σκαλισμός]], Theophr.
}}
}}

Latest revision as of 16:46, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

σκάλῐσις: ἡ, = σκάλσις, διάφορ. γραφ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 6., 4. 13, 3· σκᾰλισμός, ὁ, ἴδε Εὐνάπ. σ. 59.

German (Pape)

ἡ, = σκαλισμός, Theophr.