ὑψίδρομος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(6_18)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψίδρομος''': -ον, ὁ ὑψηλὰ τρέχων, Φαέθων Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 141, 49, καὶ 131, 15· ἀετὸς Φιλῆς περὶ Ζῴων Ἰδιότ. σελ. 10 Schneid.
|lstext='''ὑψίδρομος''': -ον, ὁ ὑψηλὰ τρέχων, Φαέθων Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 141, 49, καὶ 131, 15· ἀετὸς Φιλῆς περὶ Ζῴων Ἰδιότ. σελ. 10 Schneid.
}}
{{pape
|ptext=<i>hoch [[laufend]], sich in der [[Höhe]] [[bewegend]]</i>, Orph.
}}
}}

Latest revision as of 16:52, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίδρομος: -ον, ὁ ὑψηλὰ τρέχων, Φαέθων Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 141, 49, καὶ 131, 15· ἀετὸς Φιλῆς περὶ Ζῴων Ἰδιότ. σελ. 10 Schneid.

German (Pape)

hoch laufend, sich in der Höhe bewegend, Orph.