τρυγαβόλιον: Difference between revisions

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
(6_21)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῠγᾱβόλιον''': τό, [[τόπος]] πρὸς διατήρησιν ξηρῶν ὀπωρῶν, «τρυγαβόλια· εἰς ἃ καρποὺς ξηροὺς ἀπετίθεντο» Ἡσύχ.
|lstext='''τρῠγᾱβόλιον''': τό, [[τόπος]] πρὸς διατήρησιν ξηρῶν ὀπωρῶν, «τρυγαβόλια· εἰς ἃ καρποὺς ξηροὺς ἀπετίθεντο» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ<br />[[τρυγηβόλιον]], τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[αποθήκη]] διατήρησης ξηρών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρύγη]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλιον]] (<span style="color: red;"><</span> -[[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιτο</i>-[[βόλιον]] (για τη σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[τρυγώ]])].
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], auch [[τρυγηβόλιον]], τό, <i>der Ort, wo man eingeerntete, [[getrocknete]] Feld- und [[Baumfrüchte]] hinlegt und [[aufbewahrt]]</i>, Hesych.
}}
}}

Latest revision as of 17:03, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγᾱβόλιον: τό, τόπος πρὸς διατήρησιν ξηρῶν ὀπωρῶν, «τρυγαβόλια· εἰς ἃ καρποὺς ξηροὺς ἀπετίθεντο» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και δ. γρφ
τρυγηβόλιον, τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αποθήκη διατήρησης ξηρών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -βόλιον (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. σιτο-βόλιον (για τη σημ. της λ. βλ. λ. τρυγώ)].

German (Pape)

[ᾱ], auch τρυγηβόλιον, τό, der Ort, wo man eingeerntete, getrocknete Feld- und Baumfrüchte hinlegt und aufbewahrt, Hesych.