κατασκεύασις: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(19)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατασκεύασις]], ἡ (Α) [[κατασκευάζω]]<br />ο [[τρόπος]] κατασκευής, σμός, [[εξοπλισμός]].
|mltxt=[[κατασκεύασις]], ἡ (Α) [[κατασκευάζω]]<br />ο [[τρόπος]] κατασκευής, σμός, [[εξοπλισμός]].
}}
{{pape
|ptext=<i>das [[Vollenden]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 17:07, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

κατασκεύασις: ἡ, Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

κατασκεύασις, ἡ (Α) κατασκευάζω
ο τρόπος κατασκευής, σμός, εξοπλισμός.

German (Pape)

das Vollenden, Sp.