κωδία: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
(22)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κωδία]])<br />η [[κώδεια]], η [[κάψα]] ορισμένων [[φυτών]] που περιέχει τα σπέρματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κωδία]] τῆς κλεψύδρας» — το άνω ευρύ [[μέρος]] της κλεψύδρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κώδεια]].
|mltxt=η (Α [[κωδία]])<br />η [[κώδεια]], η [[κάψα]] ορισμένων [[φυτών]] που περιέχει τα σπέρματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κωδία]] τῆς κλεψύδρας» — το άνω ευρύ [[μέρος]] της κλεψύδρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κώδεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''κωδία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[головка мака]] Arph.;<br /><b class="num">2</b> [[резервуар]] ([[τῇς]] κλεψύδρας Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 25 November 2022

German (Pape)

[Seite 1540] ἡ, = κώδεια, Mohnkopf; Ar. frg. 166; Medic.; Theophr. – Bei Arist. probl. 16, 8 der Bauch der Wasseruhr.

Greek Monolingual

η (Α κωδία)
η κώδεια, η κάψα ορισμένων φυτών που περιέχει τα σπέρματα
αρχ.
φρ. «κωδία τῆς κλεψύδρας» — το άνω ευρύ μέρος της κλεψύδρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κώδεια.

Russian (Dvoretsky)

κωδία:
1 головка мака Arph.;
2 резервуар (τῇς κλεψύδρας Arst.).