συνοικίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνοικίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, παρακ. <i>-ῴκικα</i>·<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να συγκατοικήσει με κάποιον [[άλλο]], σε Ισοκρ.· [[συνοικίζω]] τινὶ τὴν [[θυγατέρα]], του [[δίνω]] να παντρευτεί την [[κόρη]] μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συγκεντρώνω]] σε μια πόλη, [[συνενώνω]] υπό τη [[διοίκηση]] μιας πρωτεύουσας ή μητροπόλεως· [[ξυνοικίζω]] πάντας (ενν. ἐς [[τὰς]] Ἀθήνας), σε Θουκ. — Παθ., <i>ξυνοικισθείσης πόλεως</i>, από [[τότε]] που η πόλη συνενώθηκε υπό μια [[διοίκηση]], αντίθ. προς το <i>κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[συμβάλλω]] στον εποικισμό μιας χώρας, [[ιδρύω]] [[αποικία]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> γενικά, [[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[συσχετίζω]], [[συνάπτω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συνοικίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, παρακ. <i>-ῴκικα</i>·<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να συγκατοικήσει με κάποιον [[άλλο]], σε Ισοκρ.· [[συνοικίζω]] τινὶ τὴν [[θυγατέρα]], του [[δίνω]] να παντρευτεί την [[κόρη]] μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συγκεντρώνω]] σε μια πόλη, [[συνενώνω]] υπό τη [[διοίκηση]] μιας πρωτεύουσας ή μητροπόλεως· [[ξυνοικίζω]] πάντας (ενν. ἐς τὰς Ἀθήνας), σε Θουκ. — Παθ., <i>ξυνοικισθείσης πόλεως</i>, από [[τότε]] που η πόλη συνενώθηκε υπό μια [[διοίκηση]], αντίθ. προς το <i>κατὰ κώμας οἰκίζεσθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[συμβάλλω]] στον εποικισμό μιας χώρας, [[ιδρύω]] [[αποικία]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> γενικά, [[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[συσχετίζω]], [[συνάπτω]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{ls
{{ls