3,254,070
edits
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>πεπολέμηκα</i> — Παθ., μέλ. <i>πολεμηθήσομαι</i>, επίσης <i>πολεμήσομαι</i> (με Παθ. [[σημασία]]), αόρ. αʹ <i>ἐπολεμήθην</i>, παρακ. <i>πεπολέμημαι</i>· ([[πόλεμος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι σε πόλεμο ή [[πηγαίνω]] σε πόλεμο, κάνω πόλεμο, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ἐπί]] τινα, [[πρός]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μάχομαι]], κάνω [[μάχη]], ἀπὸ | |lsmtext='''πολεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>πεπολέμηκα</i> — Παθ., μέλ. <i>πολεμηθήσομαι</i>, επίσης <i>πολεμήσομαι</i> (με Παθ. [[σημασία]]), αόρ. αʹ <i>ἐπολεμήθην</i>, παρακ. <i>πεπολέμημαι</i>· ([[πόλεμος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι σε πόλεμο ή [[πηγαίνω]] σε πόλεμο, κάνω πόλεμο, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ἐπί]] τινα, [[πρός]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μάχομαι]], κάνω [[μάχη]], ἀπὸ τῶν ἵππων, σε Πλάτ.· <i>ἀπὸ καμήλων</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[φιλονικώ]], [[λογομαχώ]], [[ερίζω]] με κάποιον, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ., [[κινώ]] πόλεμο [[εναντίον]] κάποιου — Παθ., έχω πόλεμο [[εναντίον]] μου, μου συμπεριφέρονται εχθρικά, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αιτ., πόλεμον [[πολεμέω]], σε Πλάτ. — Παθ., ὁ [[πόλεμος]] [[οὕτως]] ἐπολεμήθη, σε Ξεν.· ομοίως, <i>ὅσα ἐπολεμήθη</i>, οποιεσδήποτε πολεμικές πράξεις έγιναν, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |