πολεμέω
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English (LSJ)
Ion. Iterat.
A πολεμέεσκε Acus.22J.: fut. πολεμήσω X.An.2.6.5: pf. πεπολέμηκα Arist.Rh.1396a11, Ephipp.9:—Med., aor. ἐπολεμησάμην (καταπολεμέω) Plb.11.31.6:—Pass., πολεμηθήσομαι Id.2.41.14, etc.; πολεμήσομαι in pass. sense, Th.1.68,8.43, D.23.110: aor. ἐπολεμήθην Th.5.26: pf. πεπολέμημαι (καταπολεμέω) Id.6.16: (πόλεμος):—to be at war or make war, Id.1.140, etc.; ἀφ' ἡσυχίας πολεμῆσαι ib. 124; opp. εἰρήνην ἄγειν, Id.5.76; τινι with one, Hdt.6.37, IG22.236.19, etc.; πολεμοῦσαι πρὸς ἀλλήλας πόλεις X.Vect.5.8, cf. Pl.Lg. 686b, SIG182.12 (Argos, iv B.C.), etc.; μετά τινος or σύν τινι = in conjunction with... X.HG7.1.27, An.2.6.5; περὶ τῆς ἀρχῆς π. Hdt. 6.98.
2 fight, do battle, ἀπὸ τῶν ἵππων Pl.Prt. 350a; ἀπὸ [καμήλων] X.Cyr.7.1.49; but ἀφ' ὅτου πολεμήσωμεν what our means of war are, And.3.16.
3 generally, quarrel, wrangle with one, X.Cyr.1.3.11; π. χρείᾳ S.OC191 (anap.), cf. E.Ion1386; τισὶν ὑπέρ τινος D.18.31: metaph. of disease, Gal.1.103.
II later c. acc., make war upon, τὴν πόλιν Din.1.36 codd.; τὰς Ἀθήνας D.S.4.61, cf. 13.84, 14.37, LXX 1 Ma.5.30, etc.; τὰς Συρακούσας Plb.1.15.10, etc.: metaph., τὰς σταφυλάς Alciphr.3.22:—Pass., also in early writers, have war made upon one, to be treated as enemies, Th.1.37, X. HG7.4.20; ὑπό τινων Isoc.5.49; καὶ αὐτοὶ… ἐκ πολλοῦ πολεμούμενοι D.18.43; αὐτὸς μὲν πολεμεῖν ὑμῖν, ὑφ' ὑμῶν δὲ μὴ πολεμεῖσθαι Id.9.9; πολεμηθείσης τῆς χώρας OGI748.8 (Cyzicus, iii B.C.).
2 c. acc. cogn., πόλεμον π. Pl.R. 551d, Arist.l.c., etc.:—Pass., [πολέμους] τοὺς ἐπὶ Θησέως πολεμηθέντας X.Mem.3.5.10; κατὰ θάλατταν ὁ π. ἐπολεμεῖτο Id.HG5.1.1, cf. Pl.R. 600a; ὅσα ἐπολεμήθη whatever hostilities took place, X.An.4.1.1; τὰ περὶ Πύλον κατὰ κράτος ἐπολεμεῖτο = there was vigorous fighting from both sides around Pylos Th.4.23, cf. 3.6.—The form used by Poets is πολεμίζω.
German (Pape)
[Seite 653] Krieg führen, kriegen; absolut, im Gegensatz von εἰρήνην ἄγειν, Thuc. 5, 76 u. Folgde; ἀπὸ τῶν ἵππων, Plat. Prot. 350 a; auch πόλεμόν τινα πολεμεῖν, Rep. VIII, 551 d; pass., οὗτος ὁ πόλεμος οὕτως ἐπολεμήθη, Menex. 243 e; τὰ περὶ Πύλον ἐπ ολεμεῖτο, Thuc. 4, 23; τοὺς πλείστους πολέμους πεπολεμηκυῖα, Plut. Timol. 2; – mit Einem, τινί, die gewöhnl. Vrbdg bei Her., Thuc. u. Folgdn; auch zuweilen ἐπί τινα, Xen. Anab. 3, 1, 5 u. auch 1, 3, 4 die richtige Lesart; πρός τινα, Plat. Legg. III, 686 b; Isocr. 4, 69; vgl. Thuc. 1, 141. – Mit einem accus., τινά, bekriegen, feindselig behandeln, Sp., wie Pol. 1, 15, 10 Plut. Sull. 3 u. sonst; pass., ἦγον τὴν εἰρήνην ἄσμενοι, ἐκ πολλοῦ πολεμούμενοι, Dem. 18, 43, der vrbdt αὐτὸς μὲν πολεμεῖν ὑμῖν, ὑφ' ὑμῶν δὲ μὴ πολεμεῖσθαι, 9, 9; εἰ ἀμφοτέρωθεν πολεμοῖντο, Xen, Hell. 7, 4, 20; das fut. πολεμήσομαι in pass. Sinne steht Thuc. 1, 68. 3, 43. – Häufig wird es auch von Wortstreitigkeiten, selbst über einen wissenschaftlichen Gegenstand gebraucht, wie Xen. Cyr. 1, 3, 12; vgl. Plut. Thes. 10; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
πολεμῶ :
f. πολεμήσω, ao. ἐπολέμησα, pf. πεπολέμηκα;
1 intr. faire la guerre, guerroyer : τινι, ἐπί τινα ou πρός τινα, faire la guerre à qqn, contre qqn ; σύν τινι ou μετά τινος faire la guerre avec le secours ou l'alliance de qqn ; περί τινος faire la guerre au sujet de qch ; Pass. ἐπολεμεῖτο ὁ πόλεμος XÉN la guerre se faisait ; fig. faire la guerre à, quereller, taquiner, τινι : τινι ὑπέρ τινος faire la guerre à qqn au sujet de qch;
2 tr. attaquer par une guerre, prendre l'offensive contre, acc. ; Pass. être attaqué, être traité en ennemi.
Étymologie: πόλεμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολεμέω [πόλεμος] met dat. of prep. bep. oorlog voeren (tegen), in oorlog zijn (met):; πρώτοισι ἐπολέμησε Λαμψακηνοῖσι hij begon allereerst tegen de inwoners van Lampsakos een oorlog Hdt. 6.37.1; pass..; αὐτοὶ οὐκ εἰκότως πολεμοῦνται het is niet terecht dat er oorlog tegen hen gevoerd wordt Thuc. 1.37.1; overdr..; μὴ χρεῖᾳ πολεμῶμεν laten we niet tegen de bierkaai vechten Soph. OC 191; τί... τῷ Σάκᾳ οὕτω πολεμεῖς; waarom doe je zo vijandig tegen Sakas? Xen. Cyr. 1.3.11; met πρός + acc.. πρὸς τοὺς Θρᾷκας ἐπολέμησε hij begon een oorlog tegen de Thraciërs Xen. An. 1.3.4. abs. vechten, strijden:. ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν vanaf hun paarden strijden Plat. Prot. 350a. met acc. v. h. inw. obj. oorlog voeren:; πόλεμόν τινα πολεμεῖν een oorlog voeren Plat. Resp. 551d; pass.. τὰ περὶ Πύλον ὑπ’ ἀμφοτέρων κατὰ κράτος ἐπολεμεῖτο de strijd om Pylos werd door beide partijen krachtdadig gevoerd Thuc. 4.23.2; ὅσα... ἐπολεμήθη πρὸς τοὺς Ἕλληνας alle aanvallen tegen de Grieken Xen. An. 4.1.1.
Russian (Dvoretsky)
πολεμέω: эп. πτολεμέω (fut. med. πολεμήσομαι и fut. 3 πεπολεμήσομαι в знач. pass.)
1 вести войну, воевать (τινι Her., Xen., ἐπί или πρός τινα Xen. etc.; περί τινος Her.): π. σύν τινι и μετά τινος Xen. воевать в союзе с кем-л., но π. μετά τινος NT воевать против кого-л.; κατὰ θαλατταν ὁ πόλεμος ἐπολεμεῖτο Xen. война велась на море; ὅσα ἐπολεμήθη πρὸς τοὺς Ἓλληνας Xen. военные действия против греков;
2 сражаться: π. ἀπὸ τῶν ἵππων Plat. сражаться в конном строю;
3 идти войной, нападать (τὰς Ἀθήνας Diod.; Ῥωμαίους Polyb.);
4 перен. воевать, враждовать, бороться, спорить (τινι ὑπέρ τινος Dem.): μὴ χρείᾳ πολεμῶμεν Soph. не будем бороться с необходимостью.
Greek Monolingual
(I)
πολεμῶ, πολεμέω, ΝΜΑ, πολεμάω, Ν πόλεμος
1. κάνω πόλεμο, παίρνω μέρος σε πόλεμο («ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν ἔργῳ πράσσοντας», Θουκ.)
2. βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση («οι Έλληνες πολέμησαν πολλά χρόνια για να ανακτήσουν την ελευθερία τους»)
3. μάχομαι («τίνες δέ ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν θαρραλέοι εἰσί;», Πλάτ.)
4. προσπαθώ να εξουδετερώσω κάποιον ή να απαλλαγώ από κάτι («πρέπει να πολεμήσουμε κατά της εγκληματικότητας»)
5. (σχετικά με νόσο) καταπολεμώ
νεοελλ.
1. καταβάλλω έντονη προσπάθεια να πετύχω κάτι, μοχθώ, πασχίζω («να το μάτι που τον ήλιο πολεμάει να ματαϊδεί», Σολωμ.)
2. κουράζομαι κατά τη διάρκεια της εργασίας μου («στ' αργαστήρι δουλεύω χρυσικός, πολεμώ», Παλαμ.)
3. φρ. «καλώς τά πολεμάτε» — χαιρετισμός διαβάτη προς εργαζομένους
4. παροιμ. «όγιος (=όποιος) πολεμά δε χάνει» — ο εργαζόμενος πάντοτε ωφελείται
μσν.
παθ. πολεμοῦμαι, πολεμέομαι
υφίσταμαι πολεμική επίθεση
αρχ.
φιλονικώ, τσακώνομαι («ἀλλὰ τί ποτε σύ, ὦ παῖ, τῷ Σάκᾳ οὕτω πολεμεῖς;», Ξεν.).
(II)
πολεμόω, Α πόλεμος
1. κάνω κάποιον εχθρό με κάποιον άλλο (α. «ἐφ' οἷς ἀγανακτήσασα ἡ θεία δίκη αὐτὸν τοι τὸν Ἀντίοχον ἐπολέμωσεν», ΠΔ
β. «ἐνδοιάζῃ χωρίον προσλαβεῖν ὃ μετὰ μεγίστων καιρῶν οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται», Θουκ.)
2. μέσ. πολεμοῦμαι, πολεμόομαι
κάνω κάποιον εχθρό μου.
English (Strong)
from πόλεμος; to be (engaged) in warfare, i.e. to battle (literally or figuratively): fight, (make) war.
English (Thayer)
πολέμῳ; future πολεμήσω; 1st aorist ἐπολέμησα; (πόλεμος); (from Sophocles and Herodotus down); the Sept. chiefly for נִלְחַם; to war, carry on war; to fight: μετά τίνος (on which construction see μετά, I:2d., p. 403{b}), κατά; (cf. on this verse Buttmann, § 140,14and under the word μετά as above)); to wrangle, quarrel, James 4:2.
Greek Monotonic
πολεμέω: μέλ. -ήσω, παρακ. πεπολέμηκα — Παθ., μέλ. πολεμηθήσομαι, επίσης πολεμήσομαι (με Παθ. σημασία), αόρ. αʹ ἐπολεμήθην, παρακ. πεπολέμημαι· (πόλεμος)·
I. 1. είμαι σε πόλεμο ή πηγαίνω σε πόλεμο, κάνω πόλεμο, τινί, με κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐπί τινα, πρός τινα, σε Ξεν.
2. μάχομαι, κάνω μάχη, ἀπὸ τῶν ἵππων, σε Πλάτ.· ἀπὸ καμήλων, σε Ξεν.
3. γενικά, φιλονικώ, λογομαχώ, ερίζω με κάποιον, σε Σοφ. κ.λπ.
II. 1. με αιτ., κινώ πόλεμο εναντίον κάποιου — Παθ., έχω πόλεμο εναντίον μου, μου συμπεριφέρονται εχθρικά, σε Θουκ., Ξεν.
2. με σύστ. αιτ., πόλεμον πολεμέω, σε Πλάτ. — Παθ., ὁ πόλεμος οὕτως ἐπολεμήθη, σε Ξεν.· ομοίως, ὅσα ἐπολεμήθη, οποιεσδήποτε πολεμικές πράξεις έγιναν, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμέω: μέλλ. -ήσω· πρκμ. πεπολέμηκα Ἀριστ. Ρητ. 1. 4. 9. ― Μέσ., μέλλ. -ήσομαι, Ἑβδ. (Β΄ Παραρ. ΙΑ΄, 4), ἀλλ’ ἴδε κατωτ.: ἀόρ. ἐπολεμησάμην (κατ-) Πολύβ. 11. 31, 6: ― Παθ., πολεμηθήσομαι Πολύβ. 2. 41, 14, κτλ.· ― ἀλλὰ πολεμήσομαι ἐπὶ παθ. σημασ., Θουκ. 1. 68., 8. 43, Δημ. 657, 9, πρβλ. διαπολεμέω· ― ἀόρ. ἐπολεμήθην Θουκ. 5. 26· ― πρκμ. πεπολέμημαι (κατα-) ὁ αὐτ. 6. 16· (πόλεμος). Ἔχω πόλεμον, εἶμαι εἰς πόλεμον, ἢ ὑπάγω εἰς πόλεμον, κινῶ πόλεμον, ἀντίθετον τῷ εἰρήνην ἄγω, ὁ αὐτ. 1. 124, 140., 5. 76· τινι Ἡρόδ. 6. 37, κτλ.· ἐπί τινα Ξεν. Ἀν. 3. 1, 5· πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Πόρ. 5, 8, Πλάτ. κλ.· μετά τινος ἢ σύν τινι, ὁμοῦ μετά τινος, ὡς βοηθός τινος, Ξεν. Ἑλλ. 7, 1, 27, Ἀνάβ. 2. 6, 5· π. περὶ τῆς ἀρχῆς Ἡρόδ. 6. 98. 2) ὡς καὶ νῦν, μάχομαι, ἀπὸ τῶν ἵππων Πλάτ. Πρωτ. 350Α· ἀπὸ καμήλων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 49· ― ἀλλά, ἀφ’ ὅτου πολεμήσωμεν, τίνα τὰ μέσα ἡμῶν τὰ πρὸς τὸν πόλεμον, Ἀνδοκ. 25. 28. 3) καθόλου, ἐρίζω, φιλονικῶ, ἀμφισβητῶ πρός τινα, Ξεν. Κύρ. 1, 3, 11· οὕτω, π. τῇ χρείᾳ Σοφ. Ο. Κ. 191, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1386· τινι ὑπέρ τινος Δημ. 236. 5. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κινῶ πόλεμον ἐναντίον τινός, πολιορκῶ, τὴν πόλιν Δείναρχ. 95. 1· τὰς Ἀθήνας Διόδ. 4. 61, πρβλ. 13. 84., 14. 37, κτλ.· Ῥωμαίους Πολύβ. 11. 19. 3, πρβλ. τὰς διαφ. γρ. 1, 15, 10· τὰς σταφυλὰς Ἀλκίφρων 3. 22· καὶ συχν. παρὰ μεταγεν.· ― ἀλλὰ τὸ παθ. εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ., Θουκ. 1. 37, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 20, Ἰσοκρ. 92Α· οὐχ οὗτοι πολεμοῦνται Δημ. 33. 1· καὶ αὐτοί… ἐκ πολλοῦ πολεμούμενοι ὁ αὐτ. 240. 18· αὐτὸς μὲν πολεμεῖν ὑμῖν, ὑφ’ ὑμῶν δὲ μὴ πολεμείσθω ὁ αὐτ. 113. 6· πρβλ. πολεμόω. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., πόλεμον πολ. Πλάτ. Πολ. 551D, κτλ.· ― ἐν τῷ παθ., ὁ πόλεμος οὕτως ἐπολεμήθη Ξεν. Ἀπομν. 3. 5. 10· κατὰ θάλατταν ἐπολεμεῖτο ὁ π. ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 1, 1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 600Α· οὕτως, ὅσα ἐπολεμήθη, ὁσαιδήποτε πολεμικαὶ πράξεις ἐγένοντο, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 1· τὰ περὶ Πύλον ἐπολεμεῖτο Θουκ. 4. 23, πρβλ. 3. 6. ― Ὁ παρὰ ποιηταῖς ἐν χρήσει τύπος εἶναι πολεμίζω. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 409 κἑξ.
Middle Liddell
πόλεμος
I. to be at war or go to war, make war, τινί with one, Hdt., etc.; ἐπί τινα, πρός τινα Xen.
2. to fight, do battle, ἀπὸ τῶν ἵππων Plat.; ἀπὸ καμήλων Xen.
3. generally, to quarrel, wrangle, dispute with one, Soph., etc.
II. c. acc. to make war upon: Pass. to have war made upon one, to be treated as enemies, Thuc., Xen.
2. c. acc. cogn., πόλεμον πολ. Plat.:—Pass., ὁ πόλεμος οὕτως ἐπολεμήθη Xen.; so, ὅσα ἐπολεμήθη whatever hostilities passed, Xen.
Chinese
原文音譯:polemšw 坡累姆哦
詞類次數:動詞(7)
原文字根:爭戰 相當於: (מִלְחָמָה)
字義溯源:作戰,爭戰,交戰,攻擊,勞資糾紛;源自(πόλεμος)=戰爭),而 (πόλεμος)出自(πελεκίζω)X*=匆忙)。參讀 (ἀγωνίζομαι)同義字
出現次數:總共(7);雅(1);啓(6)
譯字彙編:
1) 爭戰(4) 雅4:2; 啓12:7; 啓17:14; 啓19:11;
2) 交戰(1) 啓13:4;
3) 攻擊(1) 啓2:16;
4) 去爭戰(1) 啓12:7
Lexicon Thucydideum
bellum gerere, to wage war, 1.1.1, 1.11.1. 1.13.6, 1.14.3, 1.15.2. 1.18.3, 1.18.31.21.2. 1.22.1, 1.23.6. 1.25.4. 1.29.1, 1.38.1. 1.42.1. 1.56.1. 1.59.2. 1.59.21.72.1. 1.87.2. 1.98.4. 1.104.2. 1.110.1, 1.118.3. 1.118.31.119.1. 1.120.3. 1.123.2. 1.124.1. 1.124.2. 1.125.1. 1.126.1. 1.139.4. 1.140.1. 1.140.4, 1.140.41.141.1. 1.141.5. 1.6.1. 1.144.1. 1.144.3. 1.146.1, 2.1.1, 2.7.1. 2.8.2. 2.15.1. 2.18.3, 2.24.1. 2.54.4. 2.54.42.59.2. 2.60.4. 2.60.7. 2.61.1. 2.64.1. 3.3.3. 3.4.2. 3.3.1, 3.39.8, 3.58.2, 3.90.1. 3.93.2, 4.42.2. 4.48.6, 4.59.2. 4.59.4. 4.59.44.62.2. 4.64.3. 4.85.1, 4.130.4. 5.4.4, 5.9.9, 5.14.4. 5.16.1, 5.32.2. 5.37.2. 5.38.1. 5.39.3. 5.40.3. 5.48.2, 5.56.4. 5.65.4. 5.76.3. 5.80.1. 5.115.2. 5.115.3. 6.10.3, 6.13.1. 6.48.1. 7.57.1, 7.57.6. 8.18.2,
item likewise 8.37.4. 8.44.3. 8.45.6, 8.46.3. 8.58.7, 8.76.4.
PASS. 1.37.1, 1.68.3, 3.6.2, 3.82.1, 4.20.2, 4.23.2, 4.68.3, 5.26.6,
quae in bello facta sint., what was done in the war. 6.91.7, 8.43.2.