Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολεμέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>πεπολέμηκα</i> — Παθ., μέλ. <i>πολεμηθήσομαι</i>, επίσης <i>πολεμήσομαι</i> (με Παθ. [[σημασία]]), αόρ. αʹ <i>ἐπολεμήθην</i>, παρακ. <i>πεπολέμημαι</i>· ([[πόλεμος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι σε πόλεμο ή [[πηγαίνω]] σε πόλεμο, κάνω πόλεμο, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ἐπί]] τινα, [[πρός]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μάχομαι]], κάνω [[μάχη]], ἀπὸ [[τῶν]] ἵππων, σε Πλάτ.· <i>ἀπὸ καμήλων</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[φιλονικώ]], [[λογομαχώ]], [[ερίζω]] με κάποιον, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ., [[κινώ]] πόλεμο [[εναντίον]] κάποιου — Παθ., έχω πόλεμο [[εναντίον]] μου, μου συμπεριφέρονται εχθρικά, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αιτ., πόλεμον [[πολεμέω]], σε Πλάτ. — Παθ., ὁ [[πόλεμος]] [[οὕτως]] ἐπολεμήθη, σε Ξεν.· ομοίως, <i>ὅσα ἐπολεμήθη</i>, οποιεσδήποτε πολεμικές πράξεις έγιναν, στον ίδ.
|lsmtext='''πολεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>πεπολέμηκα</i> — Παθ., μέλ. <i>πολεμηθήσομαι</i>, επίσης <i>πολεμήσομαι</i> (με Παθ. [[σημασία]]), αόρ. αʹ <i>ἐπολεμήθην</i>, παρακ. <i>πεπολέμημαι</i>· ([[πόλεμος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι σε πόλεμο ή [[πηγαίνω]] σε πόλεμο, κάνω πόλεμο, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ἐπί]] τινα, [[πρός]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μάχομαι]], κάνω [[μάχη]], ἀπὸ τῶν ἵππων, σε Πλάτ.· <i>ἀπὸ καμήλων</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[φιλονικώ]], [[λογομαχώ]], [[ερίζω]] με κάποιον, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ., [[κινώ]] πόλεμο [[εναντίον]] κάποιου — Παθ., έχω πόλεμο [[εναντίον]] μου, μου συμπεριφέρονται εχθρικά, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αιτ., πόλεμον [[πολεμέω]], σε Πλάτ. — Παθ., ὁ [[πόλεμος]] [[οὕτως]] ἐπολεμήθη, σε Ξεν.· ομοίως, <i>ὅσα ἐπολεμήθη</i>, οποιεσδήποτε πολεμικές πράξεις έγιναν, στον ίδ.
}}
}}
{{ls
{{ls