ροδώνας: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
(36)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥοδών]], -ῶνος, ΝΜΑ, και [[ροδεών]], Α<br />[[τόπος]] [[κατάφυτος]] με τριανταφυλλιές, [[τόπος]] [[γεμάτος]] τριαντάφυλλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>oἱ ῥοδῶνες</i><br />οι ορνιθίες άνεμοι, οι βόρειοι άνεμοι του φθινοπώρου και του χειμώνα, με τους οποίους έρχονται τα αποδημητικά πτηνά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ε</i>)<i>ών</i>, -<i>ῶνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-<i>ών</i>, <i>περιστερ</i>-[[ε]]<i>ών</i>)].
|mltxt=ο / [[ῥοδών]], -ῶνος, ΝΜΑ, και [[ροδεών]], Α<br />[[τόπος]] [[κατάφυτος]] με τριανταφυλλιές, [[τόπος]] [[γεμάτος]] τριαντάφυλλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>oἱ ῥοδῶνες</i><br />οι ορνιθίες άνεμοι, οι βόρειοι άνεμοι του φθινοπώρου και του χειμώνα, με τους οποίους έρχονται τα αποδημητικά πτηνά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ε</i>)<i>ών</i>, -<i>ῶνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-<i>ών</i>, <i>περιστερ</i>-[[ε]]<i>ών</i>)].
}}
{{trml
|trtx====[[rose garden]]===
Danish: rosenhave; Finnish: ruusutarha; French: [[roseraie]]; German: [[Rosengarten]], [[Rosarium]]; Greek: [[ροδόκηπος]], [[ροδώνας]]; Ancient Greek: [[ῥοδεών]], [[ῥοδωνιά]]; Icelandic: rósagarður; Japanese: 薔薇園; Latin: [[rosetum]]; Maltese: wardija; Persian: گلزار‎; Polish: rosarium; Portuguese: [[roseiral]]; Romanian: grădină de trandafiri; Spanish: [[rosal]], [[rosaleda]]; Turkish: gül bahçesi, gülistan; Ukrainian: розарій; Volapük: rosadagad
}}
}}

Latest revision as of 22:34, 13 December 2022

Greek Monolingual

ο / ῥοδών, -ῶνος, ΝΜΑ, και ροδεών, Α
τόπος κατάφυτος με τριανταφυλλιές, τόπος γεμάτος τριαντάφυλλα
αρχ.
πληθ. oἱ ῥοδῶνες
οι ορνιθίες άνεμοι, οι βόρειοι άνεμοι του φθινοπώρου και του χειμώνα, με τους οποίους έρχονται τα αποδημητικά πτηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -(ε)ών, -ῶνος (πρβλ. μηλ-ών, περιστερ-εών)].

Translations

rose garden

Danish: rosenhave; Finnish: ruusutarha; French: roseraie; German: Rosengarten, Rosarium; Greek: ροδόκηπος, ροδώνας; Ancient Greek: ῥοδεών, ῥοδωνιά; Icelandic: rósagarður; Japanese: 薔薇園; Latin: rosetum; Maltese: wardija; Persian: گلزار‎; Polish: rosarium; Portuguese: roseiral; Romanian: grădină de trandafiri; Spanish: rosal, rosaleda; Turkish: gül bahçesi, gülistan; Ukrainian: розарій; Volapük: rosadagad