Τυνδάρειος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(4b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de Tyndare.<br />'''Étymologie:''' [[Τυνδάρεος]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />[[de Tyndare]].<br />'''Étymologie:''' [[Τυνδάρεος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:55, 8 January 2023

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de Tyndare.
Étymologie: Τυνδάρεος.

Greek Monolingual

-α, -ον, θηλ. και -ος, Α Τυνδάρεος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τυνδάρεω, μυθικό βασιλιά της Σπάρτης.

Russian (Dvoretsky)

Τυνδάρειος: и 2 (ᾰ) тиндареев Eur., Arph.