περιττολογώ: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(32) |
m (Text replacement - "]]]]<br />" to "]]<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=περιττολογῶ, -έω, ΝΜΑ, και περισσολογῶ ΜΑ [[περιττολόγος]] / [[περισσολόγος | |mltxt=περιττολογῶ, -έω, ΝΜΑ, και περισσολογῶ ΜΑ [[περιττολόγος]] / [[περισσολόγος]]<br />λέω περιττά, άχρηστα [[λόγια]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:43, 10 January 2023
Greek Monolingual
περιττολογῶ, -έω, ΝΜΑ, και περισσολογῶ ΜΑ περιττολόγος / περισσολόγος
λέω περιττά, άχρηστα λόγια.