homosexual: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀνδροβάτης]], [[ἀνδροκοίτης]], [[ἀνδρόπορνος]], [[ἀρρενοκοίτης]], [[ἀρσενοβάτης]], [[ἀρσενοκοίτης]], [[ἀρσενομίκτης]], [[ἀρσενόπαις]], [[βάταλος]], [[εὐρύπρωκτος]], [[θερμόπρωκτος]], [[κατάπυγος]], [[καταπύγων]], [[κατωμόχανος]], [[κίναιδος]], [[κιναιδώδης]], [[κυβάλης]], [[λακαταπύγων]], [[λακκόπρωκτος]], [[λάσταυρος]], [[μεῖραξ]], [[παγκαταπύγων]], [[παθικός]], [[πειώλης]], [[περάντης]], [[σπαταλοκίναιδος]], [[φιλοπυγιστής]], [[χαυνόπρωκτος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 12 February 2023
Spanish > Greek
ἀνδροβάτης, ἀνδροκοίτης, ἀνδρόπορνος, ἀρρενοκοίτης, ἀρσενοβάτης, ἀρσενοκοίτης, ἀρσενομίκτης, ἀρσενόπαις, βάταλος, εὐρύπρωκτος, θερμόπρωκτος, κατάπυγος, καταπύγων, κατωμόχανος, κίναιδος, κιναιδώδης, κυβάλης, λακαταπύγων, λακκόπρωκτος, λάσταυρος, μεῖραξ, παγκαταπύγων, παθικός, πειώλης, περάντης, σπαταλοκίναιδος, φιλοπυγιστής, χαυνόπρωκτος