κιναιδώδης

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιναιδώδης Medium diacritics: κιναιδώδης Low diacritics: κιναιδώδης Capitals: ΚΙΝΑΙΔΩΔΗΣ
Transliteration A: kinaidṓdēs Transliteration B: kinaidōdēs Transliteration C: kinaidodis Beta Code: kinaidw/dhs

English (LSJ)

κιναιδῶδες, after the fashion of catamites, κουρά Sch.Ar.Ach.849.

German (Pape)

[Seite 1439] ες, einem κίναιδος ähnlich, unzüchtig, gehol. Ar. Ach. 849.

Greek (Liddell-Scott)

κῐναιδώδης: -ες, κατὰ τὸν τρόπον τῶν κιναίδων, κουρὰ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 849.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ κιναιδώδης, -ῶδες) κίναιδος
αυτός που μοιάζει με κίναιδο ή που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του.