ἀνυπομονησία: Difference between revisions

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source
(big3_5)
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[falta de resistencia]], [[ἀκηδία]], [[ὀλιγωρία]], ἀ. Mac.Aeg.M.34.436A, cf. Nil.M.79.189D.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνυπομονησία''': ἡ, τὸ μὴ ὑπομένειν, τὸ ἀφόρητον, Νεῖλ. Ἐπιστ. 16, [[ἔλλειψις]] ὑπομονῆς, ὡς καὶ νῦν, Μακάρ. 764Β, Ἰω. Κλίμ. 716Α: - Ἐπίθ. -ητικός, ή, όν, ὁ μὴ ὑπομένων, μὴ ἀνεχόμενος πρᾶγμά τι, Ἐκκλ.
|lstext='''ἀνυπομονησία''': ἡ, τὸ μὴ ὑπομένειν, τὸ ἀφόρητον, Νεῖλ. Ἐπιστ. 16, [[ἔλλειψις]] ὑπομονῆς, ὡς καὶ νῦν, Μακάρ. 764Β, Ἰω. Κλίμ. 716Α: - Ἐπίθ. -ητικός, ή, όν, ὁ μὴ ὑπομένων, μὴ ἀνεχόμενος πρᾶγμά τι, Ἐκκλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[falta de resistencia]], [[ἀκηδία]], ὀλιγωρία, ἀ. Mac.Aeg.M.34.436A, cf. Nil.M.79.189D.
}}
}}

Latest revision as of 13:26, 11 April 2023

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de resistencia, ἀκηδία, ὀλιγωρία, ἀ. Mac.Aeg.M.34.436A, cf. Nil.M.79.189D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπομονησία: ἡ, τὸ μὴ ὑπομένειν, τὸ ἀφόρητον, Νεῖλ. Ἐπιστ. 16, ἔλλειψις ὑπομονῆς, ὡς καὶ νῦν, Μακάρ. 764Β, Ἰω. Κλίμ. 716Α: - Ἐπίθ. -ητικός, ή, όν, ὁ μὴ ὑπομένων, μὴ ἀνεχόμενος πρᾶγμά τι, Ἐκκλ.