ἀγαλλιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(6_4)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tarent. [[mofarse]], [[injuriar]] Hsch.α 258.<br /><b class="num">2</b> v. med. [[ἀγαλλιάζομαι]] = [[regocijarse]], [[exultar]] ὁ ἀγαλλιαζόμενος ἐν κοιλίᾳ μητρὸς Didym.<i>in Iob</i> 57.30, ἀγαλλιαζόμεθα ... ὅτι ἐκήγερται Xριστός <i>SB</i> 7695.9 (VI/VII d.C.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγαλλιάζω''': «ἀγαλλιάζει, λοιδορεῖται (Ταραντῖνοι), Ἡσύχ. πρβλ. [[ἀγαλίζομαι]].
|lstext='''ἀγαλλιάζω''': «ἀγαλλιάζει, λοιδορεῖται (Ταραντῖνοι), Ἡσύχ. πρβλ. [[ἀγαλίζομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 18:34, 21 April 2023

Spanish (DGE)

1 tarent. mofarse, injuriar Hsch.α 258.
2 v. med. ἀγαλλιάζομαι = regocijarse, exultar ὁ ἀγαλλιαζόμενος ἐν κοιλίᾳ μητρὸς Didym.in Iob 57.30, ἀγαλλιαζόμεθα ... ὅτι ἐκήγερται Xριστός SB 7695.9 (VI/VII d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαλλιάζω: «ἀγαλλιάζει, λοιδορεῖται (Ταραντῖνοι), Ἡσύχ. πρβλ. ἀγαλίζομαι.