λαθαστής: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαθαστής]], ὁ (Μ)<br />αυτός που εξαπατά, [[απατεώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαθαίνω]], [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>της</i> ([[πρβλ]]. <i>χλευασ</i>-<i>της</i>)].
|mltxt=[[λαθαστής]], ὁ (Μ)<br />αυτός που εξαπατά, [[απατεώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαθαίνω]], [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>της</i> ([[πρβλ]]. [[χλευαστης]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

λαθαστής, ὁ (Μ)
αυτός που εξαπατά, απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθαίνω, κατά τα ουσ. σε -της (πρβλ. χλευαστης)].