λαθαστής

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

λαθαστής, ὁ (Μ)
αυτός που εξαπατά, απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθαίνω, κατά τα ουσ. σε -της (πρβλ. χλευαστης)].