ἑτοιμοπενθής: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6_7)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτοιμοπενθής''': -ές, ἑτοίμως πενθῶν, [[εὐαίσθητος]] εἰς λύπας, Νικήτας Εὐγεν. 9. 192.
|lstext='''ἑτοιμοπενθής''': -ές, ἑτοίμως πενθῶν, [[εὐαίσθητος]] εἰς λύπας, Νικήτας Εὐγεν. 9. 192.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτοιμοπενθής]], -ές (Μ)<br />ο [[ευαίσθητος]] στα πένθη, στις λύπες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πενθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πένθος]]), [[πρβλ]]. [[βαρυπενθής]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 1052] ές, zur Trauer geneigt, S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμοπενθής: -ές, ἑτοίμως πενθῶν, εὐαίσθητος εἰς λύπας, Νικήτας Εὐγεν. 9. 192.

Greek Monolingual

ἑτοιμοπενθής, -ές (Μ)
ο ευαίσθητος στα πένθη, στις λύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυπενθής].