μουλαρήσιος: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(26) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ια, -ιο<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μουλάρι]] ή προσιδιάζει σε [[μουλάρι]]<br /><b>2.</b> [[επίμονος]], [[πεισματάρης]] («έχει μουλαρήσιο [[πείσμα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μουλάρι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήσιος</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ια, -ιο<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μουλάρι]] ή προσιδιάζει σε [[μουλάρι]]<br /><b>2.</b> [[επίμονος]], [[πεισματάρης]] («έχει μουλαρήσιο [[πείσμα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μουλάρι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήσιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[γελαδήσιος]], [[μοσχαρήσιος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:20, 8 May 2023
Greek Monolingual
-ια, -ιο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μουλάρι ή προσιδιάζει σε μουλάρι
2. επίμονος, πεισματάρης («έχει μουλαρήσιο πείσμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. μουλάρι + -ήσιος (πρβλ. γελαδήσιος, μοσχαρήσιος)].