μουλαρήσιος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
(26)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μουλάρι]] ή προσιδιάζει σε [[μουλάρι]]<br /><b>2.</b> [[επίμονος]], [[πεισματάρης]] («έχει μουλαρήσιο [[πείσμα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μουλάρι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήσιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γελαδ</i>-<i>ήσιος</i>, <i>μοσχαρ</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=-ια, -ιο<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μουλάρι]] ή προσιδιάζει σε [[μουλάρι]]<br /><b>2.</b> [[επίμονος]], [[πεισματάρης]] («έχει μουλαρήσιο [[πείσμα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μουλάρι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήσιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[γελαδήσιος]], [[μοσχαρήσιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:20, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ια, -ιο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μουλάρι ή προσιδιάζει σε μουλάρι
2. επίμονος, πεισματάρης («έχει μουλαρήσιο πείσμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. μουλάρι + -ήσιος (πρβλ. γελαδήσιος, μοσχαρήσιος)].