μουλαρήσιος

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

-ια, -ιο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μουλάρι ή προσιδιάζει σε μουλάρι
2. επίμονος, πεισματάρης («έχει μουλαρήσιο πείσμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. μουλάρι + -ήσιος (πρβλ. γελαδήσιος, μοσχαρήσιος)].